Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κλῑμάκιον

См. также в других словарях:

  • κλιμάκιον — κλῑμάκιον , κλιμάκιον h neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμάκιο — το (AM κλιμάκιον) [κλίμαξ] νεοελλ. 1. μτφ. μέρος, τμήμα, υποδιαίρεση 2. μτφ. θέση στην ιεραρχία («τα ανώτερα κλιμάκια τού κόμματος») 3. μτφ. μικρό τμήμα στρατού ή άλλου σώματος, που αποτελεί στοιχείο άλλου μεγαλύτερου συνόλου διατεταγμένου κατά… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՆԴՂԱՄԱՏՆ — (տին, տունք, տանց.) NBH 2 0693 Chronological Sequence: 11c, 13c գ. κλιμάκιον lignum in scala transversum, gradus. Իւրաքանչիւր աստիճան սանդղոց՝ որպէս մատն մատն. ... *Առաջին աստիճանն եւ սանդղամատն՝ խոնարհութիւնն է, զոր հոգւով աղքատութիւն կոչէ. Վրդն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κλιμακίοις — κλῑμακίοις , κλιμάκιον h neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίου — κλῑμακίου , κλιμάκιον h neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίων — κλῑμακίων , κλιμάκιον h neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίῳ — κλῑμακίῳ , κλιμάκιον h neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμάκια — κλῑμάκια , κλιμάκιον h neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»