-
1 κλάξον
το άκλ. клаксон, сигнал -
2 κλάξον
1) avertisseur2) klaxon -
3 κλείω
Aκλείσω X.An.4.3.20
( ἀπο-), Him.Or.22.7; rare [tense] fut. κατα-κλιῶ, v. κατακλείω: [tense] aor.ἔκλεισα X.An.7.1.36
, Pl.Ep. 348b: [tense] pf.κέκλεικα Thphr.Char.18.4
, LXX 1 Ki.23.20, Luc.Tox.30: [tense] plpf.ἐκεκλείκειν App.Hann.47
:*mdash;[voice] Med., [tense] aor. 1 ἐκλεισάμην ( κατ-) X.Cyr. 7.2.5, (ἐγ-) Id.HG6.5.9:—[voice] Pass., [tense] fut. κλεισθήσομαι ( συγ-) ib.5.2.19: [tense] aor.ἐκλείσθην D.23.110
, etc.: [tense] pf. κέκλειμαι (later κέκλεισμαι f.l. in Ar.V. 198) (v. infr.):—[dialect] Ion. [full] κληΐω ( ἀπο-) Hdt.4.7: [tense] aor.ἐκλήῑσα Od. 24.166
, (ἐξ-) Hdt.1.144, [dialect] Ep.κλήῑσα Od.19.30
; inf.κληῗσαι 21.382
:— [voice] Med., [tense] fut. κληΐσσομαι cj. in Nonn.D.2.310:—[voice] Pass., [tense] aor.ἀπ-εκληΐσθην Hdt.1.165
, 3.55, 58: [tense] pf.κεκλήϊμαι 2.121
.β, cf. 3.117, 7.129 (with vv.ll.): [tense] plpf.ἀπ-εκεκλέατο 9.50
codd.:—old [dialect] Att. [full] κλῄω (also Trag., cf. An.Ox.1.226), [tense] fut.κλῄσω Th.4.8
: [tense] aor. (lyr.), Th.2.4, Pl.R. 560c: [tense] pf. κέκλῃκα ( ἀπο-) Ar.Av. 1262:—[voice] Med., [tense] fut.κεκλῄσομαι Id.Lys. 1071
: [tense] aor.περι-κλῄσασθαι Th.7.52
:—[voice] Pass., [tense] aor. ἐκλῄσθην (κατ-, ξυν-) Id.1.117, 4.67, etc.: [tense] pf. κέκλῃμαι (v. infr.):— [dialect] Dor. [tense] fut.κλᾳξῶ Theoc.6.32
: [tense] aor. ἀπό-κλᾳξον, -κλᾴξας, Id.15.43, 77,ἔκλᾳξε Cerc.7.2
, cf. κλάκαι (leg. κλᾷσαι) · κλεῖσαι, Hsch.:—[voice] Med., [tense] impf.κατ-εκλᾴζετο Theoc.18.5
:—[voice] Pass., [tense] aor.κατ-εκλᾴσθην Id.7.84
, but part.συγκατα-κλαιχθείς Chron.Lind.D.62
: [tense] pf. [ per.] 3pl.κατα-κέκλᾱνται Epich.141
.—Cf. κλῄζω (B). ([etym.] κλείς):—shut, close, bar, Hom. (only in Od.), κλήϊσεν δὲ θύρας barred the doors, 21.387; ἐκλήϊσεν ὀχῆας shot the bars, so as to close the dooe door, 24.166;κλῄειν πύλας E. HF 997
, Pl.R.l.c., etc.;κ. πηκτὰ δωμάτων Ar.Ach. 479
;κλεῖδες.., αἷς τὰς θύρας κλείουσιν Aristopho 7
;Ἐτεοκλέους.. κλῄσας στόμα E. Ph. 865
; κανθώς Cerc.l.c.;λάρυγγα Gal.6.65
:—[voice] Pass.,βλέφαρα κέκλῃται S.Fr. 711
; ;κεκλειμένης σου τῆς παρρησίας οὐ κιγκλίσιν.., ἀλλὰ.. ὀφλήμασι D.25.28
.2 shut up, close, block up,Βόσπορον κλῇσαι A.Pers. 723
(troch.); :—[voice] Pass., Hdt.2.121.β; τὰ ἐμπόρια κεκλῇσθαι Lys.22.14
;κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων D.2.16
.III confine, :— [voice] Pass., to be confined,χέρας βρόχοισι κεκλῃμένα Id.Andr. 502
(lyr.): metaph.,ὅρκοις κεκλῄμεθα Id.Hel. 977
.------------------------------------A celebrate (q.v.).------------------------------------A call (q.v.). -
4 ἀποκλείω
A- κλείσω X.An.4.3.20
: [dialect] Ion.[suff] ἀπο-ηίω: [dialect] Att. [suff] ἀπο-ήω, [tense] fut. : [dialect] Dor. [tense] aor. imper.- κλᾳξον Theoc.15.43
:— shut off from or out of,τινὰ τῶν πυλέων Hdt.5.104
; ; ἀ. τινά shut her out, Theoc.15.43,77;τινὰ τῇ κιλκλίδι Ar.V. 775
; :—[voice] Med.,ἀ. τινὰ τῆς διαβάσεως Th.6.101
:—[voice] Pass., ἀ. τῆς διεξόδου [ὕδωρ] Hdt.3.117; τῆς ὀπίσω ὁδοῦ ib.55; τοῦ ἄστεος ib. 58;ἀ. τῶν πυλῶν Ar.Lys. 423
codd.;τῆς θύρας Timocl.23
;ὑπὸ τῆς ἵππου Hdt.9.50
.2 shut out or exclude from,τούτων Id.1.37
, etc.;ἀ. τινὰ τῶν ὑπαρχόντων D.28.17
;ἀπὸ τῶν ἀλαθῶν Ar.V. 601
; alsoἀποκεκλῄκαμεν.. θεοὺς μηκέτι.. διαπερᾶν πόλιν Id.Av. 1263
:—[voice] Pass., ἀ. τοῦ σίτου, τῶν προσηκόντων, turn away from food, have no appetite, Hp.Int.1;τῶν σιτίων Id.Vict.3.81
, cf. D.54.11;ἀ.τοῦ λόγου τυχεῖν Id.45.19
; refuse,Phld.
Herc.1251.17.II c. acc. only, shut up, close, τὰς πύλας, τὰ ἱρά, Hdt.1.150, 2.133; τὰ.. πρὸς τὴν ἠῶ ἔχοντα τό τε Πήλιον ὄρος καὶ ἡ Ὄσσα ἀποκληΐει, of Thessaly, 7.129;ἀ. τὰς ἐφόδους τῶν ἐπιτηδείων X.HG2.4.3
:—[voice] Pass., to be closed,ἀ. αἱ πύλαι Hdt.3.117
; ἀ. ἡ Σκυθικὴ ὑπὸ Ἀγαθύρσων, i.e. is bounded by them, Id.4.100; of a road, Babr. 8.4.2 shut up, as if in prison, , Ar.V. 719;τὴν πόλιν ἀ. μοχλοῖς Id.Lys. 487
;ἀ. τινὰ ἔνδον D.59.41
:—[voice] Pass.,ἀποκλεσθαι ἐν δωματίῳ Lys.1.17
.3 shut out,ἀ. τὴν ὄψιν
intercept,Hdt.
4.7; ἀ. τὴν βλάστην τοῦ πτεροῦ bar its growth, Pl.Phdr. 251d:— [voice] Pass.,τὸ φῶς ἀποκέκλεισται Arist.Pr. 904b18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκλείω
См. также в других словарях:
κλάξον — το (λ. αγγλ.), άκλ., ηχητικό όργανο που χρησιμοποιείται από τους οδηγούς αυτοκινήτων: Χρησιμοποιεί συχνά το κλάξον και ενοχλεί τους πεζούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάξον — το ηχητικό όργανο που χρησιμοποιείται στα αυτοκίνητα κατά την κυκλοφορία τους για να προειδοποιεί άλλα τροχοφόρα ή ανθρώπους ή και ζώα και να αποφεύγεται έτσι σύγκρουση ή δυστύχημα, αλλ. κόρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ονομ. τού αμερικανικού εργοστασίου… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κόρνα — η το κλάξον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corna] … Dictionary of Greek
κόρνο — Ονομασία κατηγορίας πνευστών οργάνων, τα οποία συνήθως έχουν κωνικό άνοιγμα. Ο ήχος στο κ. παράγεται από τη δόνηση που προκαλεί ο εκτελεστής με τα χείλη του μέσω ενός επιστομίου (όπως στην τρομπέτα). Τα φυσικά κ. (από κέρατα ζώων), τα οποία… … Dictionary of Greek
σάλπιγγα — Χάλκινο πνευστό όργανο. Ήταν γνωστό με στοιχειώδη μορφή από τους αρχαίους χρόνους, που το χρησιμοποιούσαν σε δημόσιες θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές καθώς και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Εξόδου, οι Εβραίοι, το… … Dictionary of Greek
Τροχαία — Αστυνομική υπηρεσία η οποία σχετίζεται με ό,τι σύρεται σε τροχούς (αμάξια, ποδήλατα, αυτοκίνητα κλπ.). Τροχαίο υλικό ονομάζονται τα ανταλλακτικά των τροχοφόρων. Ειδικά σήματα, οπτικά ή ακουστικά, που διευκολύνουν την κίνηση των τροχοφόρων,… … Dictionary of Greek
κόρνο — το (λ. ιταλ.) 1. πνευστό μουσικό όργανο. 2. το κλάξον των αυτοκινήτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)