-
1 κλονος
ὅ1) смятение, суматоха, замешательство, схватка, свалкаκατὰ κλόνον Hom. — в разгар(е) боя;
κ. ἐγχειάων Hom. — множество копий;ἀσπίστορες κλόνοι λόγχιμοι Aesch. — смятение щитов и копий, т.е. ужасы войны;ἱππιοχάρμαι κλόνοι Aesch. — конные битвы2) шутл. расстройство (sc. τῆς γαστρός Arph.) -
2 πολεμοκλονος
-
3 ριψαυχην
См. также в других словарях:
κλόνος — confused motion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλόνος — ο (AM κλόνος) κίνηση που γίνεται με ταραχή ή θόρυβο, κλονισμός* νεοελλ. ιατρ. επαναλαμβανόμενες συσπάσεις ενός μυός εμφανιζόμενες μετά από παθητική έκτασή του και παρατηρούμενες στο λεγόμενο πυραμιδικό σύνδρομο μσν. αρχ. 1. σύγχυση, ταραχή 2.… … Dictionary of Greek
κλόνοι — κλόνος confused motion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλόνοις — κλόνος confused motion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλόνον — κλόνος confused motion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλόνου — κλόνος confused motion masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλόνους — κλόνος confused motion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλόνων — κλόνος confused motion masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλόνῳ — κλόνος confused motion masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραυνοκλόνος — κεραυνοκλόνος, ον (Α) αυτός που επιφέρει κλονισμό παρόμοιο με τον κλονισμό, με το τράνταγμα που προξενεί ο κεραυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + κλόνος (< κλόνος «ταραχή, κλονισμός») πρβλ. πυρι κλόνος] … Dictionary of Greek
μεγαλόκλονος — μεγαλόκλονος, ον (Α) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κλόνος «θόρυβος, ταραχή» (πρβλ. πολύ κλονος)] … Dictionary of Greek