-
1 κλῑν-άρχης
κλῑν-άρχης, ὁ, der die Aufsicht über die Tischlager führt u. die Anordnung der Sitze zu treffen hat, Philo.
-
2 κλῑν-ήρης
κλῑν-ήρης, ες, ans Bett gefügt, gefesselt, bettlägerig; Plut. Pyrrh. 11; Ath. XII, 554 e u. a. Sp.
-
3 κλινάρχης
A one who sits in the first place, Ph.2.537; [suff] κλῑν-αρχος, ὁ, president of an Isiac confraternity, Sammelb.5099.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινάρχης
-
4 ἀποκλίνω
(κλῐν) отклоняю, я склонён -
5 клин
[κλίν] ουσ. α σφήνα -
6 клин
[κλίν] ουσ α σφήνα -
7 κλινάριον
κλῑν-άριον, τό, Dim. of κλίνη, Ar.Fr. 239, Act.Ap.5.15, Arr.Epict. 3.5.13, POxy.1645.9 (iv A.D.); τὰ κ. τὰ ἐνδιδόντα elasticGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινάριον
-
8 κλίνειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλίνειος
-
9 κλίνη
A that on which one lies, couch, used at meals or for a bed,ἐν κλίνῃ κλῖναί τινας Hdt.9.16
, cf. Ar.Ach. 1090; κλίνην στρῶσαι to make up a couch, Hdt.6.139, X. Cyr.8.2.6, IG22.1315;ἐπὶ κλίνης φερόμενος And.1.61
, cf. SIG1169.31 (Epid.); ἐκ κλίνης ἀνίστασθαι, after illness, And.1.64;κ. μιλησιουργὴς ἀμφικέφαλος IG12.330
;κ. ἐπίχρυσοι καὶ ἐπάργυροι Hdt.1.50
, 9.80;κ. ἐλεφαντόποδες Pl.Com.208
.II ἱερὰ κ., = Lat.lectisternium, POxy.1144.6(i/ii A.D.), cf. PGnom. 202 (ii A.D.); κ. τοῦ κυρίου Σαράπιδος, of a ceremonial banquet, POxy.110.2 (ii A.D.). -
10 κλινήρης
κλῑν-ήρης, ες,A ill in bed, Ph.2.317, J.BJ2.21.6, Plu.Pyrrh.11, Ath.12.554d, Gal.1.297, BGU45.14 (iii A.D.); - ήρη τινὰ τηρεῖν keep her in bed, Sor.1.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινήρης
-
11 κλινίδιον
Aκ. κρεμαστόν Antyll.
ap. Orib. 6.23.6, Herod.Med. ap. eund.6.25.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινίδιον
-
12 κλινικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινικός
-
13 κλινίον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλινίον
-
14 κλινίς
II = ἐπὶ τῆς ἁμάξης νυμφικὴ καθέδρα, Hsch., cf. Poll.10.33. -
15 κλιντήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιντήρ
-
16 κλιντηρίδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιντηρίδιον
-
17 κλιντήριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιντήριον
-
18 κλιντηρίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλιντηρίσκος
-
19 κλῑνάρχης
κλῑν-άρχης, ὁ, der die Aufsicht über die Tischlager führt u. die Anordnung der Sitze zu treffen hat -
20 κλῑνήρης
κλῑν-ήρης, ες, ans Bett gefügt, gefesselt, bettlägerig
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
ετεροκλινήσιος — ἑτεροκλινήσιος, α, ον (Α) ο ετεροκλινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θ. κλιν (κλίνω) + επίθ. ήσιος*] … Dictionary of Greek
ιππαρίδιον — ἰππαρίδιον, το (Μ) υποκορ. τού ιππάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππαρ τού υποκορ. ἰππ άριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κλιν ίδιον χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κηθάριον — κηθάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κηθίς) μικρή κληρωτίδα, μικρή κάλπη («ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον καί τραγαλίζοντα τὸ μηδέν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ζευγ άριον, κλιν άριον)] … Dictionary of Greek
κλιματάρχης — κλιματάρχης, ὁ (AM, Μ και κλιμάταρχος) 1. διοικητής επαρχίας, έπαρχος 2. αστρολ. αυτός που κυβερνά τις ουράνιες περιοχές 3. στον πληθ. οἱ κλιματάρχαι τάξη θείων όντων που εθεωρείτο ότι κυβερνούσαν τις επίγειες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος +… … Dictionary of Greek
κλινοαμφίβολοι — οι (ορυκτ.) ομάδα ορυκτών που ανήκει στους αμφιβόλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinoamphiboles < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο] < κλίνω) + amphiboles (< αμφίβολοι)] … Dictionary of Greek
κλινοεδρίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού ψευδαργύρου και τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinohedrite < clin(o) (< κλιν[ο] < κλίνη) + (h)edrite (< έδρα + κατάλ. ite)] … Dictionary of Greek
κλινοενστατίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinoenstatite < clin(o) (πρβλ. κλιν(ο) < κλίνω) + enstatite < ἐνστατής < ἐνίστημι «εναντιώνομαι»] … Dictionary of Greek
κλινοζωισίτης — ο (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό, πρβλ. αγγλ. clinozoisite < γερμ. Klinozoisit < klin(o) (πρβλ. κλιν[o] < κλίνω) + zoisit (< κύριο όν. Baron Sigismund… … Dictionary of Greek
κλινοκεφαλία — η ιατρ. μορφολογική ανωμαλία τού θόλου τού κρανίου, το οποίο παρουσιάζει εγκάρσιο εφιππιοειδές εντύπωμα λόγω πρόωρης συνοστέωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clinocephalie < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο] < κλίνω) + cephalie (< κεφαλία… … Dictionary of Greek
κλινοκλασίτης — ο (ορυκτ.) βασικό αρσενικικό ορυκτό τού χαλκού με σκούρο πράσινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinoclasite < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο] < κλίνω) + clasite (< clase < κλάσις < κλῶ «σπάζω» + κατάλ. ite)] … Dictionary of Greek