-
1 κλάιστρον
κλάϊστρον, κλάιστρονneut nom /voc /acc sg -
2 κλάιστρον
-
3 κλάιθρον
1 lock, seal met. κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (Wackernagel, Kl. Schr. 1057: κλάιστρον codd.) P. 1.8 -
4 βλέφαρον
A eyelids,βλέφαρ' ἀμφὶ καὶ ὀφρύας Od.9.389
, al.; of sleep,φίλα βλέφαρ' ἀμφικαλύψας 5.493
; ὕπνος ἀπὸ βλεφάροιϊν (dual) Il.10.187;ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν Od.20.54
, al.;παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα Pi.P.9.24
; γλεφάρων ἁδὺ κλάϊστρον ib.1.8;βλέφαρα κέκλῃται S.Fr. 711
; β. συμβαλεῖν, κοιμᾶν ὕπνῳ, A.Ag.15, Th. 3; of weeping,δάκρυ χαμαὶ βάλεν ἐκ βλεφάροιϊν Od.17.490
, cf. 23.33; of death,λύειν β. S.Ant. 1302
: in Prose, Antipho Soph. 81a, Pl. Ti. 45d, PPetr.3p.23 (iii B. C.): rarely in sg., E.Or. 302;β. τὸ ἄνω καὶ κάτω Arist.HA 491b19
, cf. PA 657b14.II in pl., eyes,βλεφάρων κυανεάων Hes.Sc.7
(where the fem. Adj. points to a nom. ἡ βλέφαρος); freq. in Trag.,σκοτώσω β. καὶ δεδορκότα S.Aj.85
, cf. Tr. 107 (lyr.): in sg., of the sun,ἁμέρας β. Id.Ant. 104
(lyr.); of the curtain of darkness at nightfall,νυκτὸς ἀφεγγὲς β. E.Ph. 543
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλέφαρον
-
5 κλεῖστρον
κλεῖστρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλεῖστρον
-
6 κλᾷθρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλᾷθρον
См. также в других словарях:
κλάιστρον — κλάϊστρον , κλάιστρον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάιστρον — κλάιστρον, τὸ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κλείστρο … Dictionary of Greek
κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… … Dictionary of Greek