-
21 οὐκέτι
1 no longer v. οὐ 5. c. “ οὐκέτι τλάσομαι” P. 3.40ἔλπετο δ' οὐκέτι οἱ κεῖνόν γε πράξασθαι πόνον P. 4.243
οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.20
]οὐκέτ' αὐτα[ Δ. 4 b. 6. -
22 περάω
a crossἐξικόμαν κε βαθὺν πόντον περάσαις P. 3.76
οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.21
ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. λτ;γτ;ενοκράτης: i. e. his hospitality knew no bounds or seasons) I. 2.41b met., complete ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (Dissen: περάσαι σὺν codd.) N. 11.10 -
23 πόρσω
aI beyond, furtherοὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.20
c. art.,τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22
II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) O. 10.55ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.111
b πόρσιον, further, too farμηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114
-
24 πρόσω
aI beyond, furtherοὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.20
c. art.,τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22
II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) O. 10.55ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.111
b πόρσιον, further, too farμηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114
-
25 τίθημι
τῐθημι (τιθεῖς, -ησι; τιθείς: τιθέμεν: fut. θήσω, -εις; θησέμεν: impf. τίθεν: aor. ἔθηκας, (ἔ) θηκε(ν), θέσαν, θέν coni.: med. fut. θήσομαι, -ονται: aor. θέτο, (ἔ)θεντο; θέμενος, -οι, -αν, -αι; θηκάμενος, -οι; θέσθαι: pass. τιθεμένων.)1 lay, placeaτρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι κούραν P. 3.38
med., χρυσότοξον θέμεναι παρὰ Πύθιον Ἀπόλλωνα θρόνους (sc. αἱ Μοῖραι) O. 14.10ἐπεὶ δ' ἄλκιμον νέκυν ἐν τάφῳ πολυστόνῳ θέντο Πηλείδαν Pae. 6.99
[ταὶ δ ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς (Bergk: θα- vel θηκάμεναι, θησάμενοι codd.: κατθηκάμενοι Mosch.) P. 9.62]b med., put upon oneself, assume “ φαιδίμαν ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος” P. 4.29 met., “ κᾶδος ὡσείτε φθιμένου δνοφερὸν ἐν δώμασι θηκάμενοι” P. 4.113 ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει θέμενος οἰωνοπόλον γέρας ( ἀποθέμενος interpr. Schr.) Pae. 4.302 lay, place, establish in various senses.a act. & med., build, fashion δόμον ἔθεντο πρῶτον i. e. for themselves O. 9.44κελήσατό μιν θέμεν Ἱππίᾳ βωμὸν εὐθὺς Ἀθάνᾳ O. 13.82
( νεφέλα)ἅντε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
εἰ δέ τοι μάτρῳ μ' ἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν N. 4.80
ἢ γαῖαν κατακλύσαισα θήσεις ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος; (Barnes: θήσει codd. Dion. Hal.: sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.19b act. & med., establish, found festivals, simm., πενταετηρίδ' θῆκε ζαθέοις ἐπὶ κρημνοῖς Ἀλφεοῦ (sc. Ἡρακλέης) O. 3.22 Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ χρηστήριον θέσθαι (sc. Ἴαμον) κέλευσεν i. e. for himself and his descendants. O. 6.70ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσωποῦ ῥεέθροις N. 9.9
τιθεμένων ἀγώνων πρόφασις ἀρετὰν ἐς αἰπὺν ἔβαλε σκότον fr. 228.c establish, set up as a prize ( χαλκὸν) ὅν τε Κλείτωρ καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει (ed. Morel.: ἔθηκεν codd.) N. 10.48d met., establish, instil (in the mind)εἰ δὲ τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.65
cf. P. 1.40e lay met. τιθεῖς ὕβριν ἐν ἄντλῳ (sc. Ἡσυχία) P. 8.11ἀλλὰ χρονίῳ σὺν Ἄρει πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς ἐρευνασάτω ( καταθεὶς v. l.) fr. 109.f act. & med., place, put esp. c. abstract subject [ Πίσας χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (v. ὑποτίθημι) O. 1.19] κόρος τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus: κρύφιον codd.: τιθέμεν Hermann: locus varie temptatus) O. 2.97 μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (τουτέστι θεωρῆσαι Σ.) N. 8.433 makea act. & med., performσεμνὰν θυσίαν θέμενοι O. 7.42
Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν O. 7.61
καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν O. 2.99
b med., make for oneself, undertake εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν (sc. Δία) O. 8.86 ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών having made himself a now O. 10.63καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
c c. abstract subs. in periphrasis τλᾶθι τᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν (= σπουδάζειν) P. 4.276 Ὀρτυγία, σέθεν ἁδυεπὴς ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων (= αἰνεῖν) N. 1.5d act. & med., c. pr. adj., subs. ἄφθιτον θέν νιν (Mommsen: θέσαν αὐτόν codd.: θῆκαν Rauchenstein) O. 1.64ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.4
θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς O. 7.6
ὃς σὲ μὲν Νεμέᾳ πρόφατον, Ἀλκιμέδοντα δὲ πὰρ Κρόνου λόφῳ θῆκεν Ὀλυμπιονίκαν O. 8.18
τὸ δὲ κύκλῳ πέδον ἔθηκε δόρπου λύσιν O. 10.47
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ παύρῳ ἔπει θήσω φανέῤ ἀθρ O. 13.98
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον making his every word earnest P. 4.132νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς P. 9.7
“ ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” P. 9.54 “ θήσονταί τέ νιν (“utrum recte iam vett. gramm. ad θῆσθαι rettulerint necne dubitare possis, quamquam θρέψουσι schol. 113,” Schr.) P. 9.63ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15
ἔλπομαι δ' τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.58
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.15
παλίγγλωσσον δέ οἱ ἀθάνατοι ἀγγέλων ῥῆσιν θέσαν N. 1.59
κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς N. 3.22
τό (sc. ῥῆμα)μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.50
Διομήδεα δ' ἄμ-βροτον ξανθά ποτε Γλαυκῶπις ἔθηκε θεόν N. 10.7
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλὰν N. 10.89
μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.3
Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν (sc. Ἀπόλλων) Πα... λτ;τί δγτ; ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου) Pae. 9.3 in zeugma,ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
4 fragg. ]θέμεν Δ. 1. 12. θῆ]κε (supp. Snell) Δ... πεπρωμέναν θῆκε μοῖραν μετατραπεῖν (Bergk: ἔθηκε codd.) fr. 177a. Φερσεφόνᾳ ματρί τε χρυσοθρόνῳ θῆ[κεν ἀστ]οῖσιν τελευτὰν ( τέλος Σ unde τελετὰν coni. Lobel) P. Oxy. 2622, fr. 1, 5 ad ?fr. 346c.5 in tmesis. ἐπὶ γὰρ τίθησι (v. ἐπιτίθημι) P. 2.10 ὑπὸ ἔθηκε (v. ὑποτίθημι) O. 1.19 -
26 ὑπέρ
1 prep., (anastrophe P. 4.26, N. 3.21, N. 7.42, I. 6.3, fr. 292, Δ. 4. a. 4.)a c. acc.,I above, over, acrossἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας P. 2.80
πανδείματοι μὲν ὑπὲρ πόντιον Ἕλλας πόρον ἱερόν (sc. ἔφυγον simm.) fr. 189.II beyond, exceedingβροτῶν φάτις ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28
b c. gen.,I over, acrossὑπὲρ πολιᾶς ἁλὸς πέμπεται P. 2.68
“ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26 “ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” P. 9.52ἐγὼ μὲν ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.14
( ἡ δὲ διάνοια πέτεται) τᾶς τε γᾶς ὑπένερθε οὐρανοῦ θ' ὕπερ fr. 292.II aboveἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός I. 8.9
χρύσεαι δ ἓξ ὑπὲρ αἰετοῦ ἄειδον Κηληδόνες Pae. 8.70
g beyond of distance ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι (i. e. Klippen vor Kyme, Fränkel: Pithecusae) P. 1.18ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.21
ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων (Alii cum sch. Epirotas significari credunt, opinantes mare Adriaticum dici superius, Ionium inferius, Epirum autem adiacere Adriatico mari, h. e. supra Ionium esse, Dissen) N. 7.65 ὑπὲ]ρ Αὐσονία[ς ἁλὸς (of the Epizephyrian Locrians) fr. 140b. 6.IV of superiority, beyondμᾶκος δὲ Νικεὺς ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν λόγοις νίκαν N. 9.54
μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει fr. 61. 2.V on behalf ofκάρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑπὲρ καλλινίκου ἅρμασι P. 1.32
ἱκέτας Αἰακοῦ σεμνῶν γονάτων πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ ἅπτομαι N. 8.13
—4.κρατῆρα Μοισαίων μελέων κίρναμεν Λάμπωνος εὐαέθλου γενεᾶς ὕπερ I. 6.3
θύεται γὰρ ἀγλαᾶς ὑπὲρ Πανελλάδος Pae. 6.62
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3.VI on account ofἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
ἆγε σὺν Τιρυνθίοισιν πρόφρονα σύμμαχον ἐς Τροίαν Λαομεδοντιᾶν ὑπὲρ ἀμπλακιᾶν I. 6.29
2 adv., above πατὴρ ὕπερ /κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
καὶ σκοπιαῖσιν [ἄκρ]αις ὀρέων ὕπερ ἔστα (sc. Ἀπόλλων: cf. Pae. 12.11) fr. 51a. 3.3 frag. ]ων ὕπερ Δ. 4. a. 4. -
27 καλλονή
καλλονή, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλλονή
-
28 κεῖμαι
Aκεῖσαι Il.19.319
, etc. (κατά-κειαι h.Merc. 254
, Arc. κεῖοι Tab.Defix. in Philol.59.201),κεῖται Il.6.47
, Hdt.1.9,4.62 (v.l. κέεται), IG 12.94.25; pl. , [dialect] Ion.κέᾰται Il.11.659
, al., Hdt. ( προς-κέανται is f.l. 1.133, cf. προς-κέαται, v.l. - κέονται, Hp.Fract.6),κείᾰται Mimn.11.6
( κατα- Il.24.567),κέονται Il.22.510
, Od.16.232, prob. in Alc.94,συγ-κέονται Aret.SD2.4
; imper. κεῖσο, κείσθω, Il.18.178, Hdt.2.171; subj. [ per.] 3sg. , Lycurg.113, [dialect] Ep. κεῖται (fr. κέψ-ε-ται) Il.19.32, Od.2.102, al.,δια-κέησθε Isoc.15.259
,κείωνται IG22.1176.21
; opt. [ per.] 3sg.κέοιτο Hdt.1.67
, Hp.Art.14 ( κατα-), Is.6.32, Pl.R. 477a; inf.κεῖσθαι Il.8.126
, Hp.Prog.3, Hdt.2.127, al., κέεσθαι v.l.in ib.2, cf.Hp.Aër.6, Archim. Aequil.1 Prooem.; part.κεί μενος Il.7.265
, etc.: [tense] impf.ἐκείμην Od.13.284
, etc., [dialect] Ep.κείμην 9.434
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.κέσκετο 21.41
, ( παρε-) 14.521; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐκέατο Hdt.1.167
, [dialect] Ep.κέατο Il.13.763
,κείατο 11.162
;κεῖντο 21.426
, ( ἐπέ-) Od.6.19: [tense] fut.κείσομαι Il.18.121
, A.Ch. 895, etc., [dialect] Dor.κεισεῦμαι Theoc.3.53
. (Cf. Skt. śéte ( = κεῖται), also śáyate 'lie', Gr. κοίτη, κοιμάομαι, perh. Lat. cunae, etc.):— to be laid (used as [voice] Pass. to τίθημι): hence, lie, lie outstretched, used by Hom. mostly with Preps.,πυρὴν.. ᾗ ἔνι κεῖται Πάτροκλος Il.23.210
;κεῖτο παρὰ μνηστῇ ἀλόχῳ 9.556
;ἐπὶ γαίῃ 11.162
;ὑπ' αἰθούσῃ Od.21.390
; alsoἐπί τινος, ὀστέα.. κείμεν' ἐπ' ἠπείρου 1.162
;τὸ δ' ἥμισυ κεῖτ' ἐπὶ γαίης Il.13.565
, cf. 20.345; but ὁ δ' ἐπ' ἐννέα κεῖτο πέλεθρα lay stretched over.., Od.11.577, al.; later κεῖσθαι εἰς .., in pregnant sense,εἰς ἀνάγκην κείμεθ' E.IT 620
;εἰς ὀλίγην κ. κόνιν AP9.677
(Agath.); also ἐπὶ τὴν ὁδὸν κ. to be strewn upon the path, Call.Iamb.1.250: Archit., κείμενον σχῆμα, opp. ὠρθωμένον, plan, opp. elevation, Apollod.Poliorc.163.3: c.acc.,τόπον.. ὅντινα κεῖται S.Ph. 145
(anap.).2 lie down to rest, repose, Od.13.281, etc.;πορφυρέᾳ κείμενος ἐν χλανίδι Simon.37.12
; lie, remain,κεῖτο γὰρ ἐν νήεσσι.. Ἀχιλλεύς Il.2.688
, cf. 7.230, etc.;οὐ χρῆν ἥσυχον κεῖσθαι πόδα S.Fr.142.13
; lie still, λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθεὶς κείμην, of Odysseus under the ram's belly, Od.9.434: metaph., κακὸν κείμενον a sleeping evil, S.OC 510 (lyr.);τοῦ κύματος κειμένου Ael.NA15.5
.3 lie sick or wounded, ἐν νήσῳ κεῖτο, of Philoctetes, Il.2.721, cf. 15.240;κείσεται οὐτηθείς 8.537
, cf. 11.659; ;κεῖτ' ὀλιγηπελέων Od.5.457
; lie in misery, ;κεῖται ἐν ἄλγεσι θυμός 21.88
, cf. S.Ph. 183 (lyr.);κ. ἐν κακοῖς E.Ph. 1639
, Hec. 969; κειμένῳ ἐπεμπηδᾶν to kick him when he's down, Ar.Nu. 550.4 lie dead, Il.5.467, 16.541, al., A.Ag. 1438, 1446, S.Ph. 359;κεῖται δὲ νεκρὸς περὶ νεκρῷ Id.Ant. 1240
: rare in Prose,χίλιοι.. νεκροὶ κείμενοι Hdt.8.25
, cf. Hdn. 2.1.8.b freq. also in epitaphs, lie buried,τῇδε κείμεθα Simon. 92
, cf. 97; ; alsoκ. ἐν Ταρ τάρῳ Pi.P.1.15
; ἐν τάφῳ, ἐν Ἅιδου, παρ' Ἅιδῃ, A.Ch. 895, S.El. 463, OT 972; also in Prose,τὸν χῶρον ἐν τῷ κέοιτο Ὀρέστης Hdt.1.67
, cf. 4.11,9.105, Th.2.43; κ.ὑπό τινων to be buried by.., Plu.2.583c.5 freq. of a corpse, lie unburied, Il.18.338, 19.32;κεῖται.. νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος 22.386
; ; also κεῖτ' ἀπόθεστος.. ἐν πολλῇ κόπρῳ lay uncared for, of the old hound of Odysseus, Od.17.296;εὐνὴ.. κάκ' ἀράχνια κεῖται ἔχουσα 16.35
; of places, lie in ruins,δόμοι.. χαμαιπετεῖς ἔκεισθ' ἀεί A.Ch. 964
(lyr.), cf. Pl.R. 425a, Lyc.252.6 of wrestlers, have a fall, A.Eu. 590;πεσών γε κείσομαι Ar.Nu. 126
.II of places, to be situated, lie,νῆσος ἀπόπροθεν εἰν ἁλὶ κεῖται Od.7.244
, cf. 9.25, 10.196, etc.; ἐν τῇ [γῇ] κείμενά ἐστι τὰ Σοῦσα (for κεῖται) Hdt.5.49;Αἴγινα.. πρὸς νότου κ. πνοάς A.Fr. 404
;πρὸ Μεγάρων κ. Th.3.51
;πόλις αὐτάρκη θέσιν κειμένη Id.1.37
; Aër.6, cf. Arist. HA 496a14; κ. πρὸς τὸν ἥλιον, πρὸς ἄρκτον, Id.Mete. 360b14, 363a3.2 of things, lie or be in a place,ὅθι οἱ φίλα δέμνι' ἔκειτο Od.8.277
; ἕλε δίφρον κείμενον placed there, 17.331, cf. 410;φόρμιγγα.., ἥ που κεῖται ἐν ἡμετέροισι δόμοισι 8.255
: in Prose,δύο τράπεζαι ἐκείσθην Lys.13.37
;χύτρας εὐκρινῶς κειμένας X.Oec.8.19
.III to be laid up, in store, of goods, property, etc.,δόμοις ἐν κτήματα κεῖται Il.9.382
;πολλὰ δ' ἐν ἀφνειοῦ πατρὸς κειμήλια κ. 6.47
; βασιλῆϊ δὲ κεῖται ἄγαλμα is reserved.., 4.144; μνῆμα ξείνοιο.. κέσκετ' ἐνὶ μεγάροισι was left lying.., Od.21.41; of things dedicated to a god,κ. ἐν θησαυρῷ Hdt.1.51
, cf. 52, Alc.94; of money, κείμενα deposits, Hdt.6.86.ά; κ. σοι εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ Th.1.129
, cf. SIG22.15 (Epist. Darei), Pl.R. 345a; πολλὰ χρήματα ἐπὶ τῇ τούτου τραπέζῃ κεῖταί μοι at his bank, Isoc.17.44; ; τἀργύριόν σοι κείσεται the caution-money shall be deposited, Ar.Ra. 624; δραχ μὴν ὑπόθες.—Answ.κεῖται πάλαι Diph.73.2
: metaph., εἰ ταῦτ' ἀνατὶ τῇδε κείσεται κράτη shall be placed to her credit, S.Ant. 485, cf. Pi.I. 5(4).18.2 to be set up, ordained,ἄεθλα κεῖτ' ἐν ἀγῶνι Il.23.273
, cf. Hdt.8.26,93, Th.2.46;ὅπλων ἔκειτ' ἀγὼν πέρι S.Aj. 936
(lyr.).3 of laws, κεῖται νόμος the law is laid down, E.Hec. 292; ; ; οἱ νόμοι οἱ κείμενοι the established laws, Ar.Pl. 914, cf. Lys.1.48, etc.;οἱ ὑπὸ τῶν θεῶν κείμενοι νόμοι X.Mem. 4.4.21
;οἱ νόμοι οἱ ὑπὸ οἱ τῶν βασιλέων κείμενοι Isoc.1.36
, cf. D.24.62; ; αἱ κείμεναι ὑπὸ τῶν ὑπατικῶν γνῶμαι the votes given by.., D.H.7.47; οὐκέτι κ. ἡ διαθήκη no longer holds, Is.6.32; so of philosophical arguments, hold good,κατά τινων Phld.Rh.1.51
S.; ;κείμεναι ζημίαι Lys.14.9
, cf. Th.3.45.4 to be laid down in argument, posited, assumed,τοῦτο ἡμῖν οὕτω κείσθω Pl.R. 350d
, etc.;ὡμολογημένον ἡμῖν κ. Id.Plt. 300e
; freq. in Arist., let it be assumed, Apr. ,al.; τὸ ἐξ ἀρχῆς κείμενον the assumption, Metaph.1008b2, 1047b10(pl.);τὰ περὶ τὴν διάνοιαν ἐν τοῖς περὶ ῥητορικῆς κ. Po. 1456a35
.5 of names, οὔνομα κεῖται the name is given, Hdt.4.184, 7.200, cf. X.Cyr.2.2.12, Pl.Sph. 257c, etc.; ὑπὸ τοῦ πατρὸς κείμενον [ὄνομα] Is.3.32; κεῖσθαι without ὄνομα, Pl.Cra. 392d; κείμενα ὀόματα established terms, Arist. Top. 140a3, Demetr.Eloc.96.6 metaph., πάντα δεινὰ κἀπικινδύνως βροτοῖς κεῖται, παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα danger is set before men, that they may.., S.Ph. 503.V metaph., of continuing conditions, ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔκειτο lay heavy, Od.24.423; εὔστομα κείσθω remain unspoken, Hdt.2.171; νεῖκος ἔκειτό τισι there was an enduring feud, S.OT 491 (lyr.); Ἑλλήνων κείσομαι ἐν στόματι my name shall be a household word, AP9.62 (Even.);πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν Thgn.240
;εὖ κείμενα A.Ch. 693
; μὴ κινεῖν (sc. κακὸν) εὖ κείμενον 'let sleeping dogs lie', Pl.Phlb. 15c, cf. Hyp. Fr.30, Suid.2 ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, i.e. these things are yet in the power of the gods, to give or not, Il.17.514, 20.435.3 κεῖσθαι ἔν τινι to rest entirely or be dependent on him,ἐν ἀγαθοῖσι κ. πολίων κυβερνάσιες Pi.P.10.71
; (lyr.); alsoἐπί τινι, τὰ δ' οὐκ ἐπ' ἀνδράσι κ. Pi.P.8.76
: also with simple dat.,Λεωφίλῳ πάντα κεῖται Archil.69
, prob.in Com.Adesp.1325; of things, depend upon,τὸ πανηγυρικὸν ἐν μελέτῃ καὶ τριβῇ κ. Phld.Rh.1.93
S.;τὰ.. γυμνάσια ἐν τῇ κινήσει κ. Antyll.
ap. Orib.6.23.1.4 Medic., to be left to settle, of urine, Hp.Epid.1.26.β.b φάρυγξ οὐ φλεγμαίνουσα, κειμένη δέ, i.e. not swollen, ib.2.2.24.5 Gramm., of words and phrases, to be found, occur,παρὰ τῷ ποιητῃ Str.7.3.6
, cf. Ath.2.58b;κεῖται ἐν τῷ Περὶ Πλούτου Phld.Oec. p.39
J.; ποῦ κεῖται; Ath.4.165d, cf. Κειτούκειτος; κ. ἀντί τινος to be used instead of.., Str.8.6.7; τὸ κείμενον the received text, Sch.vulg.Pi.O.2.48. -
29 συνέλευσις
A coming together, meeting, Aq.Ps.1.1; co-operation, PMasp.20 ii 7 (vi A.D.); co-operative community of monks, ib. 96.32 (vi A.D.); sexual intercourse, Vett.Val.47.8;τῶν ἀφροδισίων Ptol.Tetr. 205
;τῶν ῥινοκερώτων Id.Geog.1.9.4
; τινι Arg.5 E.Ph. (p.8 Dind.); marriage, Vett.Val.120.22, PSI5.450.10 (ii/iii A.D.).2 of things, coming together, combination, union, Plu.2.1112c, S.E.P. 3.40,90, M.9.370; [ συμπτωμάτων] Gal.14.691; group,κιόνων J.AJ 3.6.3
.3 Gramm., contraction, A.D.Pron.97.15; crasis, Id.Conj. 228.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέλευσις
-
30 χάλασις
A slackening, loosening, of bandages, Hp. Fract.10 (pl.);τῇ χ. τε καὶ ἀνέσει Pl.R. 590b
; relaxation,τοῦ ῥοώδους χαλάσεως δεομένου Gal.Sect.Intr.7
; τῶν στεγνῶν ib.6; but χ. νόσου remission, opp. ἐπίδοσις, Id.19.190.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χάλασις
-
31 ὄρχατος
ὄρχᾰτος, ὁ,A = ὄρχος, row of trees,πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφίς Il.14.123
;πεπαίνοντ' ὀρχάτους ὀπωρινούς E.Fr.896.2
;οἴνης ὀρχάτους Moschio
Trag.6.12 ; hence alsoὀδόντων ὄ. AP11.374
(Maced.);κιόνων Ach.Tat.5.1
.2 as collective Noun, orchard, garden,ἔκτοσθεν δ' αὐλῆς μέγας ὄρχατος Od.7.112
, cf. 24.222, al. ;ὄ. ἠνεμόεις AP9.314
(Anyt.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὄρχατος
-
32 χορός
χορός, (1) der Chortanz, der Reigen, übh. der mit Gesang verbundene Tanz, vorzugsweise der feierliche, festliche, zu Ehren der Götter veranstaltete; ἰδὼν μετὰ μελπομένῃσιν ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος, in dem zu Ehren der Artemis veranstalteten Festreigen; χορῷ καλή, schön im Chor, schön tanzend; auch die Versammlung der Tänzer u. Sänger, welche gemeinschaftlich einen Chortanz aufführen; übh. Schar, Haufe; auch von leblosen Dingen: εὔδιος ἀστέρων χορὸν χορεύει, wo die Sterne noch im eigtl. Sinne als Reigentänze am Himmel aufführend zu denken sind; χορὸς καλάμων, δονάκων, die Reihe der Rohrflöten, welche zusammen die Pansflöte bilden, κιόνων, Säulenreihe, ὀδόντων, Zahnreihe, πρόσϑιοι, Vorderzähne. Aus den zu Ehren der Götter und bes. des Dionysos aufgeführten Chören entwickelte sich bekanntlich die Tragödie und die Comödie, von denen der Chor immer (bei der ältern Comödie wenigstens, die neuere Comödie hatte keinen Chor) einen wesentlichen Bestandteil bildete. Man unterschied daher χορὸς τραγικός, κωμικός und σατυρικός, Chor der Tragödie, der Comödie und des Satyrdramas; χορὸν διδόναι wird von dem Archon in Athen gesagt, der dem Dichter die Erlaubnis zur Aufführung eines Stückes gab und ihm zugleich die Tänzer und Sänger zum Chor bewilligte; die Ausstattung und Einübung, auch die Erhaltung des Chors und die Bestreitung des Kostenaufwandes durch den Choregen fordern und erhalten; χορὸν διδάσκειν, den Chor einüben im Singen und Tanzen, was ursprünglich der Dichter selbst tat; χορὸν ἱστάναι, den Chor aufstellen, bei der wirklichen Aufführung des Stückes im Theater; (2) der Tanzplatz; χορός, gleichbedeutend mit κύκλος, so daß es eigtl. die Kreisbewegung der Rundtänze bedeutet und krumm; andere führten es auf χόρτος zurück, kreisförmiger Einschluß -
33 ὄρχος
Grammatical information: m.Meaning: `row of vines or fruit trees' (η 127, ω 341, Hes. Sc. 296, B., Ar., X., Thphr.);Other forms: ὀρχός m. `border of the eyelid, ταρσός' (Poll. 2, 69); ὀρχάς περίβολος, αἱμασιά H., ὀρχάδος στέγης (S. Fr. 812); ὀρχηδόν (Hdt. 7, 144), after H., = ἡβηδόν, usu. explained as `in a row, general'.Derivatives: Besides ὄρχατος m. `ordened plantation, garden' (η 112, ω 222, AP), pl. `rows of garden plants, fruit trees, vines' (Ξ 123, E. Fr. 896, 2, Moschio Trag. 6, 12), metaph. ὀδόντων, κιόνων ὄρχατος (AP, Ach. Tat.). With μ-suffix: ὀρχμαί φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ H.; ὀρχμούς λοχμῶδες καὶ ὄρειον χωρίον οὑκ ἐπεργαζόμενον ( Lex.); in the same meaning ὀρχάμη (Poll. 7, 147).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: If the ἅπ. λεγ. ὀρχηδόν is rightly understood as `following the row', is for ὄρχος also the general meaning `row' to be accepted; from there, prob. as collective abstract, ὄρχατος prop. `order of rows (of plants)'. Then it seems hardly possible, to bring the above words together under a notion `fence, enclosure', which, thought obvious for ὄρχατος in the sense of `garden' and acceptable for the rare ὀρχός, ὀρχάς, hardly fits ὄρχος (pace Porzig Satzinhalte 310). Thus the connection with IE *u̯er-ǵh- `turn, wind together, fence in' in Lith. veržiù `fence in, string' (diff. s. εἴργω), Germ., e.g. OWNo. virgill `snare', NHG er-würgen a.o. (Brugmann IF 15, 84ff., WP. 1, 272f., Pok.1154 f.) is weakened; doubtful as well becomes the comparison with Lith. sérgmi `preserve, watch over' (Fraenkel KZ 72, 193 ff. with Prellwitz). Attractive Mann Lang. 26, 385: to Alb. varg `row, wreath, chain'. -- Commonly accepted is the connection with the town-name Όρχομενός (older Έρχ-, cf. Schwyzer 255; Illyr. Όργομεναί, Krahe ZNF 7, 25 n. 4 a. 11, 81). S. also εἴργω, ἔρχατος, ὄρχαμος. - As there is no IE etymon, it seems more probable that the word (note the meanings!; and th name of the town) is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,434Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὄρχος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κιόνων — κῑόνων , κίων pillar masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
PERISTYLUM et Hippodromus — loca Alexandriae, memorata Auctori libri Maccabaeor. 3. c. 5. v. 1. s. ubi belluas (i. e. elephantos) egregie instructas, ὁ ἐλεφαντάρχης Hermon nomine, εν τῷ μεγάλῳ Περιςτύλῳ διακινῆσαι, in magno Peristylo excitâsse, i. e. exercuisse, legitur:… … Hofmann J. Lexicon universale