-
1 мобилизовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. мобилизованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.κ.σ.μ. κινητοποιώ• επιστρατεύω•мобилизовать армию κινητοποιώ το στρατό•
мобилизовать мэ.ссы κινητοποιώ τις μάζες•
его сына -ли το γιο του τον επιστράτευσαν.
κινητοποιούμαι επιστρατεύομαι. -
2 мобилизовать
-
3 мобилизовать
мобилиз||оватьсов и несов1. воен. ἐπιστρατεύω, κινητοποιώ·2. перен κινητοποιώ. -
4 отмобилизовать
-зую, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отмобилизованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.κινητοποιώ πλήρως•отмобилизовать армию κινητοποιώ πλήρως το στρατό.
κινητοποιούμαι πλήρως. -
5 активировать
-
6 всколыхнуть
-ну, -нёшь ρ.σ.μ.1. ταράσσω, -ζω, κουνώ, ταλαντεύω, κυματίζω, κυμαίνω’ ветерок -ул рожь το αεράκι κυμάτισε τη βρίζα.2. μτφ. αναδεύω, βάζω σε κίνηση, κινητοποιώ• συγκινώ.ταράσσομαι, κουνιέμαι, ταλαντεύομαι•занавеска -лась το κουρτινάκι κουνήθηκε.
|| μτφ. ταράσσομαι, σκιρτώ• αναταράσσομαι, κινητοποιούμαι ολόκληρος. -
7 нога
-ы θ.πόδι•болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•
стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•
тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•
передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•
μτφ. στήριγμα•-и стола τα πόδια του τραπεζιού.
εκφρ.без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•на -ах – στα πόδια•уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•взять -у – παίρνω βήμα•дать -у – δίνω βήμα•быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•идти ή шагать (нога) в -у – κυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•чего моя нога – χό•нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί). -
8 растормошить
-шу, -ншшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растормошенный, рр: -шен, -шена, -шено;ρ.σ.μ.1. χαλνώ την τάξη, ανακατώνω, κάνω άνω—κάτω.2. κουνώ, σκουντώ για να ξυπνήσει.3. μτφ. κινώ, δραστηριοποιώ• κινητοποιώ.
См. также в других словарях:
κινητοποιώ — κινητοποιώ, κινητοποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κινητοποιώ — 1. θέτω κάτι σε κίνηση ή σε λειτουργία 2. θέτω επί ποδός, κάνω κάποιον να ενεργήσει (α. «κινητοποιήθηκαν όλοι οι συγγενείς για να βηθήσουν») 3. επιστρατεύω ή μετακινώ σε θέσεις μάχης στρατιωτικές μονάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινητός + ποιῶ (< ποιός… … Dictionary of Greek
κινητοποιώ — κινητοποίησα, κινητοποιήθηκα, κινητοποιημένος 1. βάζω κάτι σε κίνηση: Κινητοποίησε τη μηχανή. 2. επιστρατεύω: Η κυβέρνηση κινητοποίησε πολλές κλάσεις εφέδρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… … Dictionary of Greek
κινητοποίηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κινητοποιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινητοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. κινητοποίησις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν] … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
ενεργοποιώ — 1. καθιστώ κάτι ενεργό, βγάζω κάτι από την κατάσταση τής αδράνειας ή τής ηρεμίας, δραστηριοποιώ 2. μτφ. κινητοποιώ … Dictionary of Greek
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek
θέτω — έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος 1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα. 2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία. 3. αποδέχομαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)