Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κινδύνευμα

См. также в других словарях:

  • κινδύνευμα — κινδύνευμα, τὸ (Α) [κινδυνεύω] επικίνδυνη τολμηρή ενέργεια, τόλμημα («πλεῑστ ἀνήρ ἐπὶ ξένης ἤθλησε κινδυνεύματ ἐν τὠμῷ κάρᾳ», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • κινδύνευμα — κινδύ̱νευμα , κινδύνευμα hazard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδυνεύματ' — κινδῡνεύματα , κινδύνευμα hazard neut nom/voc/acc pl κινδῡνεύματι , κινδύνευμα hazard neut dat sg κινδῡνεύματε , κινδύνευμα hazard neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδυνεύματα — κινδῡνεύματα , κινδύνευμα hazard neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδυνεύματος — κινδῡνεύματος , κινδύνευμα hazard neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»