-
1 κηρωτή
-
2 κηρωτῇ
-
3 κηρωτη
ἡ восковая мазь Arph. -
4 κηρωτή
κηρωτήcerate: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 κηρωτή
-
6 κηρωταί
κηρωτήcerate: fem nom /voc pl -
7 κηρωτήν
κηρωτήcerate: fem acc sg (attic epic ionic) -
8 κηρωτός
κηρωτός, mit Wachs überzogen; τὸ κηρωτόν, auch ἡ κηρωτή, ein Wachs- oder Heftpflaster, Medic., u. eine pomadenartige Wachssalbe, Ar. Ach. 1176 u. Sp. – Auch eine Schminke, Ar. frg. 309, vgl. Poli. 10, 150.
-
9 κηρωτής
-
10 κηρωτῆς
-
11 κηρωτήσι
-
12 κηρωτῇσι
-
13 κηρωταίς
-
14 κηρωταῖς
-
15 κηρωτών
-
16 κηρωτῶν
-
17 κηρωτάς
κηρωτά̱ς, κηρωτήcerate: fem acc pl -
18 κήρωμα
A = κηρωτή, wax-salve, cerate, Hp.Acut.(Sp.) 15,33 (both pl.), Orib.Fr.63 (pl.).2 layer of mud or clay forming the floor of the wrestling-ring in the times of the Empire, Lat. ceroma, locus exercitii utilis.. aequali et molli ceromate stratus, Cael.Aur.Salut.Praec.35 (ed.V.Rose Anecd.Gr.2.199), cf. Plu.2.638c, Plin.HN35.168, Mart.4.19.5, al.; a ceromate nos haphe excepit, out of the mud into the dust, Sen.Ep.57.1: metaph. for the wrestling-ring or wrestling,ἐν παλαίστραις καὶ κηρώμασι Plu.2.790f
, cf. Plin.HN35.5.3 waxed tablet or board, IG7.413.59 (S. C. de Orop.). -
19 περιαλειπτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιαλειπτέον
-
20 πισσηρός
A = πισσήεις, ἡ π. (sc. κηρωτή) pitch ointment, Hp.Fract.24, cf. Gal.18(2).365.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πισσηρός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κηρωτή — κηρωτή, ἡ (Α) βλ. κηρωτός … Dictionary of Greek
κηρωτῇ — κηρωτή cerate fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωτή — cerate fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωταῖς — κηρωτή cerate fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωταί — κηρωτή cerate fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωτῆς — κηρωτή cerate fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωτῇσι — κηρωτή cerate fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωτήν — κηρωτή cerate fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωτῶν — κηρωτή cerate fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηρωτός — ή, ό (Α κηρωτός, ή, όν) [κηρώ] νεοελλ. 1. ο επιχρισμένος με κερί για να γίνει αδιάβροχος («κηρωτό ύφασμα») 2. φρ. α) «κηρωτή αλοιφή» η κηραλοιφή β) «κηρωτό έμπλαστρο» ή «κηρωτό» φαρμακευτικό σκεύασμα από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε λεπτό ύφασμα … Dictionary of Greek
στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… … Dictionary of Greek