Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κηρωτή

См. также в других словарях:

  • κηρωτή — κηρωτή, ἡ (Α) βλ. κηρωτός …   Dictionary of Greek

  • κηρωτῇ — κηρωτή cerate fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρωτή — cerate fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρωταῖς — κηρωτή cerate fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρωταί — κηρωτή cerate fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρωτῆς — κηρωτή cerate fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρωτῇσι — κηρωτή cerate fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρωτήν — κηρωτή cerate fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρωτῶν — κηρωτή cerate fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρωτός — ή, ό (Α κηρωτός, ή, όν) [κηρώ] νεοελλ. 1. ο επιχρισμένος με κερί για να γίνει αδιάβροχος («κηρωτό ύφασμα») 2. φρ. α) «κηρωτή αλοιφή» η κηραλοιφή β) «κηρωτό έμπλαστρο» ή «κηρωτό» φαρμακευτικό σκεύασμα από διάφορες ουσίες αλειμμένες σε λεπτό ύφασμα …   Dictionary of Greek

  • στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»