-
1 κηδεια
ἥ тж. pl.1) некровное родство, свойствоκηδείαν ξυνάψαι τινί Eur. — породниться с кем-л. (через брак);
ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ κηδείαν Arst. — (семейная связь) по кровному родству или свойству;ἥ πρός τινα κ. Arst. — свойство с кем-л.2) погребение -
2 κηδεία
κηδεία ηпогребение, похороны -
3 κηδεία
η похоронная процессия; похороны, погребение -
4 κηδεία
[кндиа] ουσ θ погребение, похороны. -
5 εγγενης
21) туземный, местный(θεοί Aesch., Soph.)
ἐ. κηδεία Eur. — внутриплеменной брак2) коренной, природный(Θηβαῖος Soph.; πολῖται Plut.)
3) родственный, родной, близкийκῆδος ἐγγενές Aesch. — близкое родство
4) прирожденный, врожденный(πόνος Aesch.; νοῦς Soph.)
-
6 πάνδημος
См. также в других словарях:
κηδεία — κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc/acc dual κηδείᾱ , κηδεία care fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείᾳ — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεία — η (ΑΜ κηδεία) [κηδεύω] η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη τής εκφοράς και τής ταφής τού νεκρού αρχ. 1. θρήνος, πένθος 2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ οἰκειότητα καὶ κηδείαν… … Dictionary of Greek
κηδεία — η εκφορά νεκρού για ενταφιασμό, η θανή του: Στην κηδεία του παραβρέθηκε πολύς κόσμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κήδεια — κήδειος cared for neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείας — κηδείᾱς , κηδεία care fem acc pl κηδείᾱς , κηδεία care fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαι — κηδείᾱͅ , κηδεία care fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαν — κηδείᾱν , κηδεία care fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδεῖαι — κηδεία care fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείαις — κηδεία care fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηδείῃ — κηδεία care fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)