-
1 κεχρισμένος
κεχρῑσμένος, χρίωtouch the surface of a body slightly: perf part mp masc nom sg -
2 κονίω
κονίω, κονίσω, aor. ἐκόνῑσα (die Schreibart κονίσσω u. ἐκόνισσα ist jetzt im Hom. getilgt), κεκόνῑμαι, in späterer Prosa κονίζω, att. fut. κονιῶ, perf. pass. κεκόνισμαι, κεκόνιστο, Ep. symm. her. 20 (IX, 128); – mit Staub erfüllen, staubig machen, εὐρὺ κονίσουσιν πεδίον, sie werden die Ebene mit Staub erfüllen, d. i. fliehen, ll. 14, 144; ἐκόνισε δὲ χαίτας 21, 407; κεκόνιτο κάρη ἅπαν 22, 405; μὴ μέγας πλοῦτος κονίσας οὖδας ἀντρέψῃ ποδὶ ὄλβον Aesch. Pers. 159; φεῦγον κεκονιμένοι, sie flohen vom Staub umwirbelt, Il. 21, 541; – dah. κεκονιμένος geradezu = eilig, eilend, ἥκῃ κεκονιμένος Ar. Eccl. 291, πανταχόϑεν συνϑέουσι κεκονιμένοι καὶ πνευστιῶντες Luc. Tim. 45, u. A. – Dah. auch intr., durch Laufen Staub erregen, laufen, eilen, κονίοντες πεδίοιο, hinstäubend durch das Gefilde. von Pferden, Il. 23, 372. 449; von wettrennenden Menschen, Od. 8, 122; Ἀργείων στρατὸς χωρεῖ, κονίει Aesch. Spt. 60; u. im med., κόνισαι λαβών, nimm schnell, Ar. Eccl. 1176. – Uebh. = bedecken mit Etwas, κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Theocr. 1, 29, Schol. erkl. κεχρισμένος, v. l. κεκονισμένος, bes. = mit Kalk überstreichen, mit Pech überziehen. Hesych. (vgl. aber κονιάω). – Med. κονίζομαι, sich im Staube, Sande wälzen, wie die Pferde u. Vögel, Sp. – Bes. aber von den Ringern, die sich, nachdem sie sich mit Oel gesalbt hatten, den ganzen Leib mit seinem Sande bestreuten, um fester anfassen zu können, u. im Sande kämpften; dah. = γυμνάζεσϑαι, Ath. IX, 388 c u. Sp.
-
3 υπεκκαυμα
- ατος τό1) зажигательный материал, растопкаἀσφάλτῳ ὑπεκκαύματι κεχρισμένος Xen. — смазанный легко воспламеняющимся асфальтом;
ὑ. τῆς φλογός Plut. — горючий материал2) перен. возбудитель(ἔρωτος οὐδέν ἐστι δεινότερον ὑ. Xen.; τῆς νόσου Arst.; τῆς λύπης Plut.)
-
4 καταχρίω
A anoint, smear, coat, Arist.HA 625b31;τέγη IG11(2).203
A54(Delos, iii B.C.); τὰ τείχη τῆς σκηνῆς ib.199 A102 (ibid.);θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3
;πηλῷ πρόσωπον Luc.Anach.9
;θρόνους ἀσβόλῳ Ael. VH2.15
:—[voice] Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41
:—[voice] Pass., Dsc.2.70;βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3
;ἐλαίῳ κ. Ph.2.158
; κατακεχριμένα, = οβλῐτα, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχρίω
-
5 ψιμύθιον
ψιμύθ-ιον (v. infr.), τό,A = ψίμυθος, white lead, used as a pigment, esp. to whiten the skin of the face, Ar.Ec. 878, 929, Amips.3, Dialex.2.6, etc.; even for the hair, Pl.Ly. 217d;ἐντετριμμένην ψιμυθίῳ X.Oec.10.2
; περιπεπλασμένη ψιμυθίοις.., ἀνάπλεῳ ψιμυθίου, Eub.98, cf. Ar.Ec. 1072;τῷ ψ. κεχρισμένος Jul.Or.7.233b
; also used in salves, Gp.17.7.2, 18.15.3: for its preparation, v. Thphr.Lap.56. (Written [full] ψιμίθιον in PCair.Zen.763.19, 789.11,12 (iii B. C.), IG5(1).1390.22 (Andania, i B. C.), POxy.1088.4 (i A. D.), PLond.3.928.21, PMed.Strassb.p.4 (ii A. D.), and as v.l. in Dsc.5.88, etc.; [full] ψιμμύθιον Jul. l. c., v. l. in GP. Il. cc.; [full] ψιμμίθιον as v. l. in Dsc. l. c.: [dialect] Aeol. [full] ψημύθιον, acc. to Choerob. in Theod.1.201 H., Id. in An.Ox.2.241 ([dialect] Ion. acc. to EM103.25): v. ψιμυθιόω.) [ῡ, Ar. ll. cc., etc.; ψῑ?ψιμύθιονX- indeterminate in these passages; ψῑμῡθίου in a hexam. (Nic.Al.75 ) might be due to metrical lengthening of ψῐ-: cf. ψίμυθος.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιμύθιον
-
6 χρίω
χρίω fut. 2 sg. χρίσεις LXX; 1 aor. ἔχρισα; pf. κέκρικα LXX. Pass.: 1 fut. 2 sg. χρισθήσῃ (JosAs 15:4), 3 sg. χρισθήσεται Ex 30:32; 1 aor. ἐχρίσθην; pf. ptc. κεχρισμένος (Hom.+) anoint in our lit. only in a fig. sense of an anointing by God setting a pers. apart for special service under divine direction (cp. Hom. Hymn to Demeter 237 χρίεσκʼ ἀμβροσίῃ: Demeter anoints Demophon; Apollon. Rhod. 4, 871). God anointsⓐ David: ἐν ἐλέει αἰωνίῳ ἔχρισα αὐτόν 1 Cl 18:1 (cp. Ps 88:21).ⓑ Jesus, the Christ, for his work or mission Ac 4:27 (cp. SibOr 5, 68; Just. A II, 6, 3, D. 8, 4; 49, 1. ἔχρισέν με Lk 4:18; cp. B 14:9 (both Is 61:1). αὐτὸν πνεύματι ἁγίῳ him with holy spirit Ac 10:38 (cp. PsSol 17:42; the dat. as Dio Chrys. 66 [16], 10; Jos., Ant. 7, 357 ἐλαίῳ χ.). W. double acc. (after LXX) ἔχρισέν σε ἔλαιον ἀγαλλιάσεως Hb 1:9 (Ps 44:8).ⓒ the prophets: μετὰ τὸ χρισθῆναι αὐτοὺς ἐν πνεύματι ἁγίῳ Judaicon, ASyn. 172, 8.ⓓ the apostles or, more probably, all Christians (at baptism or through the Spirit) 2 Cor 1:21.—EncRelEth XII 509–16; Reallexikon der Vorgeschichte XI 1928, 191ff.—DELG. M-M. EDNT. TW.
См. также в других словарях:
κεχρισμένος — κεχρῑσμένος , χρίω touch the surface of a body slightly perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
μεσσίας — Λέξη που προήλθε από την εβραϊκή μασιάχ (Masiah=κεχρισμένος) και δηλώνει στην Παλαιά Διαθήκη εκείνον, ο οποίος μέσω του ορατού σημείου της χρίσης, πληρούται με το πνεύμα του Θεού. Στη συνέχεια ο όρος υποδήλωνε τον μέλλοντα σωτήρα του Ισραήλ, τον… … Dictionary of Greek
χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
CHRISTUS — I. CHRISTUS Iesu mundi Redemptoris cognomentum. Ab Hebraeo vel Sytiaco Gap desc: Hebrew sic dictus, Ioh. c. 1. v. 42. Εὑρήκαμεν τὸν Μεςςίαν, ὅ ἐςτι μεθερμηνευόμενον, ὁ Χριςτὸς. Ubi Nounus, Σύτγενε Μεςςίαν σοφὸν εὕρομεν, ὃς θεὸς ἀνὴθ Χριςτὸς… … Hofmann J. Lexicon universale
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Ιησούς Χριστός — Γιος του Θεού, που στάλθηκε στη Γη για να λυτρώσει τους ανθρώπους από το προπατορικό αμάρτημα και να τους δείξει τον δρόμο των ουρανών. Η πρώτη λέξη του ονόματος είναι εβραϊκή και σημαίνει «Ο Γιαχβέ είναι η σωτηρία»· η δεύτερη, ελληνική, σημαίνει … Dictionary of Greek