Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κεραϊστής

См. также в других словарях:

  • κεραιστής — κεραϊστής , κεραιστής plunderer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραϊστή — κεραϊστής, ὁ (Α) [κεραΐζω] 1. ληστής, καταστροφέας 2. (κατά τον Ησύχ.) καταστρεπτικός κομήτης …   Dictionary of Greek

  • κεραΐζω — (ΑΜ) φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.) 2. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

  • κεραισταί — κεραϊσταί , κεραιστής plunderer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραιστήν — κεραϊστήν , κεραιστής plunderer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»