-
1 κεραιστής
κεραϊστής, κεραιστήςplunderer: masc nom sg -
2 κεραϊστής
-
3 κεραιστης
-
4 κεραϊστής
-
5 κεραϊστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραϊστής
-
6 δια-πρύσιος
δια-πρύσιος, α, ον, auch 2 End., H. h. Ven. 19, sich we ithin erstreckend, hindurchdringend; Einige leiten das Wort wohl entschieden falsch von διαπρό ab; es ist vielmehr wohl aus ΔΙΑΠΕΡΆΣΙΟΣ entstanden, das Ε ausgestoßen, Υ äolisch für Α, von διαπεράω, hindurchdringen. Vgl. διαμπερές. Apollon. Lex. Homer. p. 58, 23 διαπρύσιον· διάτονον. Homer siebenmal, alle Stellen in der Ilias, accusat. singul. adverbial, fast überall in der Formel ἤυσεν δὲ διαπρύσιον, Δαναοῖσι (Τρώεσσι) γεγωνώς, weithinrief er, Iliad. 8, 227. 11, 275. 586. 12, 439. 13, 149. 17, 247; anders Iliad. 17, 748 ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ ὑλήεις, πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς, ὅς τε καὶ ἰφϑίμων ποταμῶν ἀλεγεινὰ ῥέεϑρα ἴσχει, ἄφαρ δέ τε πᾶσι ῥόον πεδίονδε τίϑησιν πλάζων· οὐδέ τί μιν σϑένεϊ ῥηγνῦσι ῥέοντες, ein in die Ebene weit hinein ragender Bergrücken. – Pind. N. 4, 51 Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ, βουβόται τόϑι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναϑεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον, das sich weithin erstreckende, weite, große Land; – δ. κιϑαρίζων H. h. Ven. 80; vgl. Ap. Rh. 1, 1272; ὄτοβος, vom Donner, Soph. Tr. 781; κέλαδος Eur. Hel. 1324; ὀλολυγαί H. h. Ven. 19; Callim. Del. 258; Sp., die auch das adv. διαπρυσίως so gebrauchen. – Aber κεραϊστής, weit berühmt od. durchtrieben, H. h. Merc. 336; πόλεμος, heftig, D. L. 2, 143.
-
7 διαπρυσιος
3 и 21) далеко простирающийся, обширный(ἄπειρος Pind.)
2) пронзительный, громкий(ὀλολυγαί HH.; ὄτοβος Soph.; κέλαδος Eur.)
3) явный, отъявленный(κεραϊστής HH.)
4) ожесточенный(πόλεμος Diog.L.)
-
8 κεραισταί
κεραϊσταί, κεραιστήςplunderer: masc nom /voc pl -
9 κεραιστήν
κεραϊστήν, κεραιστήςplunderer: masc acc sg (attic epic ionic) -
10 διαπρύσιος
A going through, piercing, in Hom. only as Adv., πρὼν πεδίοιο διαπρύσιον τετυχηκώς a hill piercing into, running out into, the plain, Il.17.748.2 of sound, piercing, thrilling, ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον he gave a piercing cry, 8.227;δ. κιθαρίζων h.Ven. 80
: in late Prose,τορόν τι βοῶν καὶ δ. Agath.4.11
.4 Adv.- ίως loudly,ἱστορίας μαρτυρία κηρύττουσα δ. D.S.11.38
: metaph., intensely, μισεῖσθαι ὑπό τινος Sch.Ar. Pax 481.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπρύσιος
-
11 διαπρύσιος
δια-πρύσιος, α, ον, sich weithin erstreckend, hindurchdringend; weit hinein ragend. Aber κεραϊστής, weit berühmt od. durchtrieben
См. также в других словарях:
κεραιστής — κεραϊστής , κεραιστής plunderer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραϊστή — κεραϊστής, ὁ (Α) [κεραΐζω] 1. ληστής, καταστροφέας 2. (κατά τον Ησύχ.) καταστρεπτικός κομήτης … Dictionary of Greek
κεραΐζω — (ΑΜ) φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.) 2. (σχετικά με… … Dictionary of Greek
κεραισταί — κεραϊσταί , κεραιστής plunderer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραιστήν — κεραϊστήν , κεραιστής plunderer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)