-
1 κεραστίς
-
2 κεράστις
-
3 κεραστις
-
4 κεράστις
κεράστις, ιδος, ἡ, gehörnt -
5 κεραστίς
κεράστηςhorned: fem nom sgκεραστίςhorned: fem nom sg -
6 κεραστίδα
κεράστηςhorned: fem acc sgκεραστίςhorned: fem acc sg -
7 κεραστίν
κεράστηςhorned: fem acc sgκεραστίςhorned: fem acc sg -
8 κεραστίδος
κεράστηςhorned: fem gen sgκεραστίςhorned: fem gen sg -
9 κεράστης
A horned, ;κάνθαρος Id.Ichn.300
; of a ram,ὦ κεράστα E.Cyc.52
(lyr.); Πάν Antip.Oxy.662.49, Corn. ND27;Σάτυροι Luc.Bacch.1
:—fem. [full] κεραστίς, ίδος, of Io, A.Pr. 674.II as Subst., horned serpent or asp, Cerastes cornutus, Nic. Th. 258, LXX Pr.23.32, D.S.3.50, Ael.NA1.57;οἱ κ. ὄφεις Call.Hist. 3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράστης
См. также в других словарях:
κεραστίς — κεραστίς, ίδος, ἡ (Α) (θηλ. τού κεραστής*) η Ιώ με τα κέρατα αγελάδας … Dictionary of Greek
κεραστίς — κεράστης horned fem nom sg κεραστίς horned fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράστης — (Cerastes cerastesAspis cerastes). Δηλητηριώδες φίδι της οικογένειας των εχιδνιδών, της τάξης των φολιδωτών. Η επιστημονική ονομασία του οφείλεται στην παρουσία μιας κεράτινης προεξοχής επάνω από κάθε μάτι του. Ο κ., μήκους 55 εκ., ζει στις… … Dictionary of Greek
κεραστίδα — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραστίδος — κεράστης horned fem gen sg κεραστίς horned fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραστίν — κεράστης horned fem acc sg κεραστίς horned fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)