-
1 κενεαγγίη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενεαγγίη
-
2 κενε-αγγείη
κενε-αγγείη oder κενεαγγίη, ἡ, ion. = κεναγγία, Hungern, Hippocr.; Blutlassen, Medic.
-
3 κεν-αγγία
κεν-αγγία, ἡ, (Leerheit der Gefäße); für Hunger braucht es Ar. (κεναγγίαν ἄγειν) u. Plat. com. nach Poll. 6, 31 u. B. A. 104. S. κενεαγγίη.
-
4 κεναγγία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεναγγία
См. также в других словарях:
κενεαγγίη — κενεαγγίη, ἡ (Α) 1. κενεαγγία, λιμός, πείνα, εξάντληση 2. ιατρ. κένωση, άδειασμα με φλεβοτομία («φλεγμονῆς δὲ κενεαγγίη λύσις», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. τού κεναγγία] … Dictionary of Greek
κεν(ο)- — (ΑΜ κεν[ο] και κενε[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό α) παρουσιάζει έλλειψη ή ανεπάρκεια («κενανδρία», «κενόσαρκος»), β) είναι άδειο («κεναγγία», «κενοτάφιο»), γ) είναι μεταφορικά άδειο, στερείται περιεχομένου… … Dictionary of Greek
κεναγγία — και κενεαγγίη, ἡ (Α) [κεναγγής] 1. η κενότητα, το άδειασμα τών αγγείων τού σώματος, επομένως, ο λιμός, η πείνα, η εξάντληση 2. φρ. «κεναγγίαν ἄγω» νηστεύω, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
κενεαγγικός — κενεαγγικός, ή, όν (Α) [κεναγγής] 1. αυτός που έχει κενά τα αγγεία τού σώματος 2. εξαντλημένος 3. φρ. «κενεαγγικόν πάθος» η κενεαγγίη* … Dictionary of Greek