-
1 κελαινος
31) черный, темный(νύξ, κῦμα, αἷμα, λαῖλαψ, χθών Hom.; νᾶες Soph.; κόνις Eur.)
2) чернокожий, темнокожий(φῦλον, т.е. Αἰθίοπες Aesch.)
3) покрывшийся мраком, потухший(βλέφαρα Soph.)
4) мрачный, страшный(Τάρταρος, Ἐρινύες Aesch.)
5) покрытый кровью, окровавленный(ξίφος, λόγχα Soph.)
-
2 Κελαινος
См. также в других словарях:
κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… … Dictionary of Greek
κελαινός — black masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινά — κελαινός black neut nom/voc/acc pl κελαινά̱ , κελαινός black fem nom/voc/acc dual κελαινά̱ , κελαινός black fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινῶν — κελαινός black fem gen pl κελαινός black masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινόν — κελαινός black masc acc sg κελαινός black neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαιναῖς — κελαινός black fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαιναί — κελαινός black fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινοτάτην — κελαινός black fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινοτάτοιο — κελαινός black masc/neut gen superl sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινοτάτου — κελαινός black masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελαινοτέρη — κελαινός black fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)