-
1 κεκρυφαλος
(ῠ и ῡ) ὅ1) женская головная повязка Hom., Arph.2) ( в конской узде) налобник Xen.3) ( в охотничьей сети) мотня Xen.4) сетка Plut.5) рубец ( второй отдел желудка жвачных) Arst. -
2 λιθοβλητος
2[λίθος + βάλλω]1) усаженный (драгоценными) камнями(κεκρύφαλος Anth.)
2) мечущий камни, метательный(εὐστοχίη Anth.)
-
3 νευρινος
31) волокнистый(περικαλύμματα φυτῶν Plat.)
2) сухожильный(χορδή Arst.)
3) сделанный из сухожилий(βρόχοι Luc.; κεκρύφαλος Plut.)
См. также в других словарях:
κεκρύφαλος — woman s hair net masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρύφαλος — Κάλυμμα με το οποίο οι αρχαίες Ελληνίδες σκέπαζαν ή στόλιζαν τα μαλλιά τους. Η συνήθεια είχε ιωνική προέλευση. Ήταν μάλλινο ή μεταξωτό, με ζωηρό χρωματισμό ή και πολύτιμους λίθους. Σε ερυθρόμορφα αγγεία και σε λίγα μελανόμορφα αττικά υπάρχουν… … Dictionary of Greek
κεκρύφαλος — ο το δεύτερο στομάχι των μηρυκαστικών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεκρυφάλοις — κεκρύφαλος woman s hair net masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυφάλου — κεκρύφαλος woman s hair net masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυφάλους — κεκρύφαλος woman s hair net masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυφάλων — κεκρύφαλος woman s hair net masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυφάλῳ — κεκρύφαλος woman s hair net masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρύφαλοι — κεκρύφαλος woman s hair net masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρύφαλον — κεκρύφαλος woman s hair net masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεκρυφάλιον — κεκρυφάλιον, τὸ (Α) [κεκρύφαλος] υποκορ. τού κεκρύφαλος* … Dictionary of Greek