-
1 καταντης
21) идущий под гору, наклонный, покатый(γεώλοφος Theocr.; ὁδός Arph.; πορεῖαι Arst.; τόποι Plut.)
2) склонный, расположенный, тяготеющий(πρὸς τὰ χείρονα, πρὸς πᾶσαν χάριν Plut.)
3) ведущий, приводящий(πρὸς τἀγαθόν Eur.)
См. также в других словарях:
προσάντης — όσαντες, ΝΑ, και δωρ. τ. ποτάντης, όταντες, Α 1. ανηφορικός, ανωφερής και, κυρίως, απόκρημνος («πόλις... πάνυ μακρὰν ἔχουσα καὶ προσάντη πανταχόθεν ἀνάβασιν», Πολ.) 2. μτφ. δύσκολος, δυσχερής αρχ. 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος ή ανιαρός («ἐπεί τε… … Dictionary of Greek
κατάντης — ες (Α κατάντης, κάταντες) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κατάντη τα προς τα κάτω μέρη («τα κατάντη τού ποταμού» τα μέρη τού ποταμού που βρίσκονται προς τις εκβολές) αρχ. 1. κατωφερής, απόκρημνος, επικλινής («το δ ἄλλο στράτευμα... ἐν τῷ… … Dictionary of Greek