-
1 κατ-ηγορία
κατ-ηγορία, ἡ, 1) Vorwurf, Beschuldigung, Anklage; κατηγορία μὲν οὐδεμία προετέϑη Thuc. 3, 52, von αἰτία unterschieden; auf die ἐχϑροὶ ἀδικήσαντες bezogen, 1, 69; κατηγορίαν ποιεῖσϑαι, anklagen, Xen. An. 5, 8, 1; πολλαὶ κατηγορίαι κατ' αὐτῆς γεγόνασι Isocr. 5, 147; τινός, Xen. Hell. 2, 1, 31. – 2) übh. was man von einem Subjekt aussagt, Prädikatbestimmung, Arist. u. Folgde, die Kategorieen.
-
2 προ-κατ-ηγορία
προ-κατ-ηγορία, ἡ, vorhergegangene Anklage, Thuc. 3, 53.
-
3 ψευδο-κατ-ηγορία
ψευδο-κατ-ηγορία, ἡ, falsche Anklage, Maneth. 4, 332.
-
4 ἀντι-κατ-ηγορία
ἀντι-κατ-ηγορία, ἡ, Gegenklage, Sp.
-
5 ἐπι-κατ-ηγορία
ἐπι-κατ-ηγορία, ἡ, die hinzugefügte Bestimmung, Sext. Emp. adv. phys. 2, 297.
-
6 ἐκ-κατ-ηγορία
ἐκ-κατ-ηγορία, ἡ, in dem Titel der Reden des Antiph. 2 γ 3 γ, wo Bekk. ἐκ κατηγορίας schreibt.
-
7 κατηγορία
κατ-ηγορία, ἡ, (1) Vorwurf, Beschuldigung, Anklage; κατηγορίαν ποιεῖσϑαι, anklagen. (2) übh. was man von einem Subjekt aussagt, Prädikatbestimmung -
8 ἐπικατηγορία
ἐπι-κατ-ηγορία, ἡ, u. ἐπι-κατ-ηγόρησις, ἡ, die hinzugefügte Bestimmung -
9 κατηγορια
ион. κατηγορίη ἥ1) обвинениеκ. οὐδεμία προετέθη Thuc. — (против платейцев) не было выставлено никакого обвинения;
κατεγορίας ἔχειν ἐπί τινι Dem. — нести ответственность за что-л.2) филос. основной и всеобщий признак, категория(κατηγορίαι τοῦ ὄντος Arst.)
-
10 ἀντικατηγορία
-
11 ἐκκατηγορία
ἐκ-κατ-ηγορία, ἡ, in dem Titel der Reden des Antiph. -
12 προκατηγορία
προ-κατ-ηγορία, ἡ, vorhergegangene Anklage -
13 ψευδοκατηγορία
ψευδο-κατ-ηγορία, ἡ, falsche Anklage
См. также в других словарях:
φιληγορία — και ποιητ. τ. φιληγορίη, ἡ, Α το να μιλά κανείς φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. δημ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Η λ. αυτή, όπως και άλλα σύνθ. σε ήγορος / ηγορία (< ἀγορά),… … Dictionary of Greek
υπηγορία — ἡ, ΜΑ 1. κατάλογος, κατάσταση 2. απαρίθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ηγορία (< ήγορος < ἀγορά), πρβλ. κατ ηγορία. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek