-
1 κατευθυνω
1) выпрямлять, делать прямым, направлять по прямой линии(τέν πτῆσιν Arst.)
2) направлять, вести(τέν ναῦν Arst.; τὰς φύσεις Plat.; τοὺς νέους πρὸς τὰ βελτίονα, τὰ παρόντα πρὸς τὸ κάλλιστον τέλος Plut.; τοὺς πόδας τινὸς εἰς ὁδὸν εἰρήνης NT.)
3) управлять(τὸν ἐλέφαντα τῷ δρεπάνῳ Arst.)
κ. τέν ἀρχήν Plut. — управлять справедливо4) привлекать к ответу, требовать отчета(τινός Plat.)
5) (sc. ἑαυτόν) направляться, устремляться(ἐπὴ τοὺς πολεμίους Plut.)
См. также в других словарях:
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
εύθυνος — εὔθυνος, ον (Α) 1. αυτός που τιμωρεί, ο δικαστής 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ εὔθυνοι (στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες που ασκούσαν τον έλεγχο τής διαχείρισης τών δημόσιων λειτουργών όταν έληγε η θητεία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύνω (< ευθύς). Η… … Dictionary of Greek
κατευθύνω — (AM κατευθύνω) ασκώ κυριαρχική επιβολή σε κάποιον, τὸν επηρεάζω στις ενέργειές του, διευθύνω, καθοδηγώ (α. «η λογική πρέπει να κατευθύνει τους λόγους και τις πράξεις μας» β. «κατευθυνέτω τὰς φύσεις τῶν παίδων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. μέσ. κατευθύνομαι … Dictionary of Greek