Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατ-ερῶ

  • 1 κατερω

         κατερῶ
        ион. κατερέω [fut. к κατεῖπον См. κατειπον]
        1) подробно рассказать, точно сообщить
        

    (πᾶν τὠληθὲς ἔς τινα Her.; πᾶσίν τι Eur.; ὄνομά τί τινι Arph.)

        2) выступить с обвинением, обвинить
        

    κ. τινα πρός τινα Her. и τινός τινι Xen.обвинить кого-л. перед кем-л., донести на кого-л. кому-л.;

        κ.τινος ἐναντίον τινός Plat.обличить кого-л. перед кем-л.

    Древнегреческо-русский словарь > κατερω

  • 2 αρα

        I.
         ἀρά
        эп.-ион. ἀρή (ᾰρ, эп. in arsi ᾱρ) ἥ
        1) молитва, мольба Hom., Hes., Pind., Her.
        2) проклятье
        

    (ἀρὰς ἀρᾶσθαι Soph. или ἐπεύχεσθαί τινι Plat.; ἀρὰς ἀφοσιώσασθαι Plut.)

        3) беда, несчастье, погибель
        

    (ἀρέν ἀμύνειν Hom.; ἀρὰς καλεῖσθαι Soph.)

        II.
         ἄρα
         ἄρᾰ
        эп. ἄρ (перед согласн.) и ῥα (энклит.) (ᾰρ) частица со значением:
        1) логической связи, перехода к другому предмету в речи итак, таким образом, а, и, и вот
        

    ὅτε δή ῥα …, καὴ τότ΄ ἄρα … Hom. — и вот когда …, тогда-то …;

        ὣς ἄρα φωνήσας κατ΄ ἄρ΄ ἕζετο Hom. — и сказав это, он сел;
        ἐγὼ δὲ οὐδὲν ἄρα τούτων ποιήσω Plat.ну а я вот ничего такого не сделаю

        2) следствия стало-быть, следовательно
        

    (ἀνάγκη ἄρα Arst.)

        μάτην ἄρ΄ ἥκομεν (pl. = sing.) Soph. — я, стало-быть, пришел напрасно

        3) усиления, нетерпения же, в самом деле
        

    τίς ἄρα ; Hom., Xen., Plat. — кто же?;

        τί ποτ΄ ἄρα ; Plat.что же именно?

        4) пояснения а именно
        

    τόν ῥα βάλε δουρί Hom. — его-то он и ударил копьем;

        ἐρῶ καὴ μάλ΄ οὐ φαῦλον λόγον, ὡς ἄρα … Plat. — я скажу нечто, и далеко не маловажное, а именно …

        5) недостоверности, сомнительности будто, якобы
        

    ὡς ἐγὼ ἄρα ἐξαπατήσας μέλλω … Xen. — будто я обманным образом собираюсь …

        6) возможности, вероятности возможно, как-либо
        

    ἢν ἄρα ποτὲ βιασθῶσιν Thuc.если они когда-л. подвергнутся какому-л. нападению

        7) ограничения, оговорки
        

    εἰ μέ ἄρα … Xen., Plat. или ἐὰν μέ ἄρα … Plat. — если только не …, разве что …

        III.
         ἆρα
         ἆρᾰ
        1) вопрос, частица (тж. ἆρα μή) неужели, разве
        

    ἆρ΄ ἂν οἴεσθε ; Dem. — неужели вы полагаете?;

        ἆρα οὐ (οὐχί) …;
        Soph., Plat. — неужели не …?, разве не …?

        2) Trag., Arph. = ἄρα См. αρα

    Древнегреческо-русский словарь > αρα

См. также в других словарях:

  • κατερώ — (I) κατερῶ, άω (Α) 1. χύνω έξω, εκχέω, μεταγγίζω (α. «κατερᾱν τὸν οἶνον», Πολυδ. β. «εἰς ἀγγεῑον κατερᾱν», Αγάθαρχ.) 2. μτφ. επιρρίπτω, καταλογίζω («δυσφημίαν κατήρασε τοῡ δικαστηρίου», Δημήτρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρῶ «χύνω έξω»]. (II)… …   Dictionary of Greek

  • αγαπώ — ( άω) (Α ἀγαπῶ) 1. αισθάνομαι στοργή, συμπάθεια ή φιλία για κάποιον 2. επιθυμώ, μού αρέσει κάτι 3. αγαπώ ερωτικά, ερωτεύομαι νεοελλ. 1. νιώθω ευχαρίστηση με κάτι, έχω κλίση σ’ αυτό 2. μέσ. αγαπιέμαι γίνομαι αξιαγάπητος αρχ. 1. εκλιπαρώ, ικετεύω,… …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • κατεξερώ — κατεξερῶ, άω (Α) 1. κάνω εμετό πάνω σε κάποιον («μὴ κατεξέρα αὐτῶν τὸ σαυτοῡ φλέγμα», Αρρ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) απευθύνω, εκτοξεύω κάτι εναντίον κάποιου («σχόλιά τινος κατεξερᾱν», Αρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ερώ «ξερνώ, κάνω εμετό»] …   Dictionary of Greek

  • μεταγγίζω — (ΑM μεταγγίζω) μεταφέρω υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («τούτῳ τῷ μηνὶ τοὺς οἴνους μεταγγίσομεν», Γεωπ.) νεοελλ. διοχετεύω υγρό μσν. αρχ. (μέσ. παθ.) μεταγγίζομαι (για την ψυχή κατά την πυθαγόρεια μετεμψύχωση) μεταφέρομαι σε άλλο σώμα («ἐρῶ δὲ ὑμῑν… …   Dictionary of Greek

  • ξέρω — και ξεύρω και ηξεύρω (Μ ξέρω και ἠξεύρω) γνωρίζω, κατέχω (α. «νομίζει ότι τά ξέρει όλα» β. «καὶ σὺ οὐδὲ τὸν Ἀλφάβητον ἠξεύρεις συλλαβῆσαι», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. έχω γνωριμία με κάποιον, γνωρίζω κάποιον, μού είναι γνωστός κάποιος 2. φρ. α) «δεν θέλω …   Dictionary of Greek

  • σετ — I (Sete). Πόλη της Ν. Γαλλίας και λιμάνι στον κόλπο του Λέοντα (50 000 κάτ.). Ανήκει στο νομό Ερώ (Heraut) και απέχει 25 χιλ. από το Μονπελιέ. Το λιμάνι της είναι το δεύτερο, μετά τη Μασαλία, σε εμπορική σημασία στη Μεσόγειο για τη Γαλλία.… …   Dictionary of Greek

  • στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»