-
1 κατεργαζομαι
(aor. κατειργασάμην, pf. κατείργασμαι)1) творить, совершать, исполнять(πρήγματα μεγάλα Her.; τὰ δυνατά Thuc.; πολλοὺς καὴ καλοὺς ἄθλους Plut.; τὸ κακόν NT.)
μεγάλα μὲν ἐπινοεῖτε, ταχὺ δὲ κατεργάζεσθε Xen. — вы замышляете великие дела и быстро исполняете (их);ἐπὴ κατειργασμένοις ἐλθεῖν Lys. — явиться, когда (все) уже сделано (другими);μελέτην διανοίᾳ κ. Plat. — упражнять (свой) ум2) достигать, добиваться, тж. приобретать, получать(τέν ἡγεμονίην Her.; τέν τυραννίδα Plat.; ἀρετέ ἀπὸ σοφίης κατεργασμένη Her.)
πόλει σωτηρίαν κ. Eur. — добиться спасения города;κατεργασμένου τούτου Her. — когда это было достигнуто3) добиваться успеха, достигать благополучия4) побеждать, покорять, завоевывать(νῆσον, τέν Ἑλλάδα Her.)
κατέργαστο τῷ Κύρῳ τὸ ἔθνος Her. — народ был покорен Киром5) поражать, бить6) убивать, умерщвлять(ἑαυτόν Her.; λέοντα βίᾳ Soph.)
δράκοντος αἷμα κ. Eur. — убить дракона7) склонять на свою сторону, привлекать к себе(Ξέρξεα Her.)
οὐκ ἐδύνατο κατεργασθῆναι Her. — (жену Масиста) оказалось невозможно уговорить8) перерабатывать, обрабатывать(τέν τροφέν ὀδοῦσιν Arst.; σίδηρον Dem.; λίθους Diod.; τέν ὕλην Plut.)
9) производить, приготовлять10) порождать, вызывать(ἥ θλῖψις ὑπομονέν κατεργάζεται NT.)
11) перекапывать, т.е. разорять, разрушать(τῇ μακέλλῃ πέδον Aesch.)
См. также в других словарях:
ευκατέργαστος — η, ο (ΑΜ εὐκατέργαστος, ον) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία, ο ευκολοδούλευτος («εὐκατέργαστα ἔρια», Γαλ.) αρχ. 1. (για τροφές) εύπεπτος 2. αυτός που επιτελείται, που κατορθώνεται εύκολα 3. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται… … Dictionary of Greek
πένομαι — ΝΑ (μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα αρχ. 1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω 2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής 3. έχω έλλειψη άρα και … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
μυλώνας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 29 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσσήνης του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεσσήνης. * * * και μυλών, ο (ΑΜ μυλών, ῶνος και μύλων, ωνος, Μ και μύλωνας) το οίκημα όπου στεγάζεται και λειτουργεί ο μύλος,… … Dictionary of Greek
κεφάλι — Ονομασία δύο οικισμών της Κρήτης. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 83 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κουλούκωνα. 2. Ημιορεινός οικισμός… … Dictionary of Greek
δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… … Dictionary of Greek
εξεργάζομαι — (AM ἐξεργάζομαι) [εργάζομαι] κατεργάζομαι, δουλεύω καλά αρχ. 1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ ἐξεργάζεται;», Ευρ.) 2. (για αγρό) καλλιεργώ 3. (για φυτά) περιποιούμαι 4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι 5. απόλ. πραγματεύομαι… … Dictionary of Greek
ευέργαστος — εὐέργαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα επεξεργάζεται κάποιος, ο εύπλαστος («εὐέργαστος πᾱσα γῆ») 2. (για ανθρώπους) ευάγωγος, εύπλαστος («εὐέργαστοι πρὸς ἀγαθωσύνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *εργαστός (< εργάζομαι), πρβλ. α κατ έργαστος, αν… … Dictionary of Greek
ημιέργαστος — ἡμιέργαστος, ον (Α) κατειργασμένος κατά το ήμισυ, ημιτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + έργαστος (< εργάζομαι), πρβλ. αν επ εξ έργαστος, α κατ έργαστος] … Dictionary of Greek
κατιδίω — (Α) είμαι κάθιδρος, εργάζομαι ιδρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰδίω «ιδρώνω»] … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek