-
1 κατ-ανύω
κατ-ανύω, nach Phryn. in B. A. 14, 17 att. καϑανύω, vollenden, bes. einen Weg, τὸν προκείμενον δρόμον Her. 8, 98, ὁδόν Xen. Hell. 5, 4, 49 u. Sp., σταδίους Plut. Dion. 49; mit ausgelassenem ὁδόν, scheinbar intr., hingelangen, κατανύσας νηῒ ἐς Λῆμνον Her. 6, 140, φάσκων πρὸ ἡμέρας κατανύσειν εἰς τὸν Πειραιᾶ Xen. Hell. 5, 4, 20; Sp., wie D. Sic. 14, 103; – ausführen, αἷμα, Mord, Eur. Or. 89, vgl. El. 1164; – δῶρον, verschaffen, geben, Soph. O. C. 433 (aber φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν zieht man zu der ersten Bdtg u. ergänzt δόμον, sie kamen in das Haus der Gastfreundinn, El. 1443; Eur. Hipp. 365 schwankt die Lesart); χόρτον ὑποζυγίοις Pol. 9, 4, 3. – Pass. in Erfüllung gehen, von Orakeln, Sp. Vgl. κατάνομαι.
-
2 κατανύω,
κατ-ανύω, u. κατ-ανύτω,, vollenden, bes. einen Weg; intr., hingelangen; ausführen, αἷμα, Mord; δῶρον, verschaffen, geben; aber φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν, u. ergänzt δόμον, sie kamen in das Haus der Gastfreundin. Pass. in Erfüllung gehen (von Orakeln) -
3 κατανύτω
κατ-ανύω, u. κατ-ανύτω,, vollenden, bes. einen Weg; intr., hingelangen; ausführen, αἷμα, Mord; δῶρον, verschaffen, geben; aber φίλης γὰρ προξένου κατήνυσαν, u. ergänzt δόμον, sie kamen in das Haus der Gastfreundin. Pass. in Erfüllung gehen (von Orakeln)
См. также в других словарях:
έντεα — (Edéa). Πόλη (107.000 κάτ. το 2002) του νοτιοδυτικού Καμερούν. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του ποταμού Σανάγκα, 160 χλμ. Δ της πρωτεύουσας Γιαουντέ. Tο γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στην οδική αρτηρία αλλά και στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέουν… … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
κατανύ — κατανύω, αττ. τ. καθανύω (Α) 1. διατρέχω μια απόσταση, διανύω («οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι τὸν προκείμενον αύτῷ δρόμον», Ηρόδ.) 2. φθάνω σε κάποιο μέρος («νηὶ κατανύσας... ἐς Λῆμνον», Ηρόδ.) 3. διαπράττω («τάδε κατήνυσεν», Ευρ.) 4. προμηθεύω,… … Dictionary of Greek