-
1 καταντάω
κατ|αντάω приходить, достигать -
2 κατανταω
1) приходить, доходить, подходить, прибывать(εἰς τὰ βασίλεια, ἐπὴ τέν κοίτην, πρὸς ὄρος Diod.; εἰς λιμένας τινάς Arst.; ἀντικρὺ Χίου NT.)
κ. εἰς ἑαυτούς Polyb. — встретиться друг с другом;κ. ἐπὴ τὸν ὅρκον Diod. — давать клятву (досл. доходить до клятвы)2) ( в речи) доходить, договариваться(ἐπὴ λογισμοὺς τοιούτους Polyb.)
3) достигать(εἰς τέν ἑνότητα, εἴς τινα NT.)
4) доживать(τὰ τέλη τῶν αἰώνων NT.)
5) грам. сочетаться, строитьсяκ. εἰς δοτικήν — образовать конструкцию с дательным падежом
6) происходить, случатьсяπότε καὴ πῶς καὴ ποῦ καταντήσει Polyb. — (знать) когда, как и где (что-л.) произойдет
См. также в других словарях:
ant-s — ant s English meaning: forward, before, outer side Deutsche Übersetzung: “Vorderseite, Stirn” Material: O.Ind. ánta ḥ “ end, border, edge “ (therefrom antya ḥ “ the last “); Alb. (*ánta) ana ‘side, end”. Gk. gen. sg. κάταντες ( … Proto-Indo-European etymological dictionary
καταντώ — και κατανταίνω (AM καταντῶ, άω) περιέρχομαι σε δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, φθάνω σε άσχημο τέλος («κατάντησε να ζητιανεύει») νεοελλ. 1. συντελώ ώστε να φθάσει κάποιος σε μια δυσάρεστη θέση ή κατάσταση, οδηγώ σε κατάντια («έτσι τόν κατάντησε το… … Dictionary of Greek
προσαντώ — άω, Α εμφανίζομαι ενώπιον δικαστηρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀντάω «έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον» (πρβλ. απ αντώ, κατ αντώ)] … Dictionary of Greek