Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατ-αισχύνω

См. также в других словарях:

  • αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… …   Dictionary of Greek

  • καταισχύνω — (AM καταισχύνω) 1. ατιμάζω, ντροπιάζω («οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά») 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί μεγάλη ντροπή, τόν καταντροπιάζω, τόν ρεζιλεύω μσν. αρχ. μέσ. καταισχύνομαι αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, ντρέπομαι αρχ. (με απρμφ.)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»