-
1 καταισχύνω
κατ|αισχύνω позорить, унижать -
2 καταισχυνω
1) позорить, пятнать, покрывать позором(πατέρων γένος Hom.; τέν φύσιν τινός Soph.; τέν πατρίδα Arph.; τοὺς προγόνους Plat.; τὸν δόξῃ καὴ λόγῳ πατέρα Plut.; τέν κεφαλήν τινος NT.)
2) осквернять(δαῖτα Hom.)
3) бесчестить(τὰς ἀλλοτρίας γυναῖκας Lys.; παρθενίαν Plut.)
4) (по)срамить(τοὺς σοφούς NT.)
5) med.-pass. совеститься, стыдиться, бояться(τὰ θνητῶν γένεθλα, θεούς Soph.)
μέ καταισχυνθῆναι, ὅπως μέ δόξει, ἂν μέ ψηφίζηται πολεμεῖν, μαλακὸς εἶναι Thuc. — (я прошу старших годами) не бояться прослыть робкими, если они не будут голосовать за войну
См. также в других словарях:
αίσχος — το (Α αἶσχος) 1. αισχύνη, ντροπή 2. ατιμία, κακοήθεια 3. στον πληθ. τα αίσχη άσχημες, επαίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. άσχημος, κακός (με επιθετική προσδιοριστική λειτουργία), π.χ. «αυτός ο πίνακας είναι αίσχος» 2. «αίσχος» (επιφών. αποδοκιμασίας)… … Dictionary of Greek
καταισχύνω — (AM καταισχύνω) 1. ατιμάζω, ντροπιάζω («οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τὰ ἱερά») 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί μεγάλη ντροπή, τόν καταντροπιάζω, τόν ρεζιλεύω μσν. αρχ. μέσ. καταισχύνομαι αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, ντρέπομαι αρχ. (με απρμφ.)… … Dictionary of Greek