-
41 κατα-λαλέω
κατα-λαλέω, ausschwatzen, ausplaudern, τοῖς ϑύραζε ταῦτα Ar. Ran. 752; – gegen Einen sprechen, ihn beschuldigen, verläumden, τινὰ πρὸς πάντας ὡς ἀγεννῶς χρώμενον τοῖς πράγμασι Pol. 3, 90, 6. – Pass., Pol. 27, 12, 2; τοῦ Παυσανίου τῆς βαρύτητος D. Sic. 11, 44; LXX anklagen, auch κατά τινος u. κατά τινα. – Durch Geschwätz Einem lästig fallen, B. A. 46, 12.
-
42 κατα-πόδα
κατα-πόδα u. κατα-πόδας, wird besser getrennt geschrieben, s. πούς.
-
43 κατα-πνέω
κατα-πνέω (s. πνέω), anhauchen, an-, durchwehen; ϑεόϑεν καταπνέει Πειϑὼ μολπάν, einhauchen, Aesch. Ag. 105; ϑεὸς ἥκων καταπνεῖ σε Eur. Rhes. 387, vgl. Med. 839; ἤνπερ Ἔρως ἵμερον ἡμῶν κατὰ τῶν κόλπων καὶ τῶν μηρῶν καταπνεύσῃ Ar. Lys. 552. – Uebh. wehen, ὅταν ἥδι στον οἱ ἐτησίαι καταπνέωσιν Plut. Cic. 47. – Auch pass., στρατόπεδον οὐ καταπνεόμενον ἐκ τῆς ϑαλάττης App. Pun. 99.
-
44 κατα-πολύ
-
45 κατα-πάσσω
κατα-πάσσω, att. - πάττω (s. πάσσω), bestreuen, überstreuen; πάντα ταῦτα καταπάσω βουλευματίων, ich werde Alles damit überstreuen, Ar. Equ. 99; μυῤῥίναις ὁδόν Eumath. 1; ἄλευρα καταπάσαντες Arist. H. A. 9, 40, daraufstreuen; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Ar. Nubb. 177; καταπαττόμενος ib. 261; καταπάττεσϑαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ D. Sic. 1, 91; davon κατάπαστος, bestreu't, ἡδυσματίοις, τυρῷ, Teleclid. u. Archestr. Ath. VI, 268 e u. VII, 321 c; στεφάνοις κατάπαστος, mit Kränzen bedeckt, Ar. Equ. 502; von Kleidern, bunt durchwebt oder gestickt, ib. 968; D. Cass. 72, 17.
-
46 κατα-στυγέω
κατα-στυγέω (s. στυγέω), vor Etwas zurückschaudern, erschrecken; κατὰ δ' ἔστυγον αὐτήν Od. 10, 113, κατέστυγε μῦϑον ἀκούσας Il. 17, 694; ὁ δὲ δόρπα κατέστυγεν Nic. Al. 476; κατεστυγημένος, von VLL. μεμισημένος erkl. – Nach E. M. 731, 27 hat der aor. I. κατέστυξα sowohl trans. Bdtg, ἐφόβησαν, als intrans., ἐφοβήϑησαν, die regelmäßige Form κατεστύγησα bei Sp.
-
47 κατα-στάζω
κατα-στάζω (s. στάζω), herabträufeln, herabtriefen; Aesch. frg. 340; νόσῳ καταστάζοντα διαβόρῳ πόδα Soph. Phil. 7; ἱδρώς γέ τοί νιν πᾶν καταστάζει δέμας 812, Schweiß trieft ihm vom ganzen Leibe herab; φάλαρα ἀφρῷ καταστάζοντα Eur. Suppl. 587; ἵν' αἵματος ῥοαὶ τάφου καταστάζωσι Hel. 991; einzeln in Prosa, δάκρυα καταστάζοντα τὰ μὲν κατὰ τῶν πέπλων, τὰ δὲ καὶ ἐπὶ τοὺς πόδας Xen. Cyr. 6, 1, 2; – transit., herabträufeln lassen, δάκρυ Eur. Hec. 760, ἀφρὸν κατέσταζ' εὐ-τρίχου γενειάδος Herc. Fur. 634.
-
48 κατα-συρίττω
κατα-συρίττω, auspfeifen, τινός, Sp. Bei Ar. Plut. 689 steht jetzt richtiger κᾆτα συρίξας.
-
49 κατα-σχέθω
(κατα-σχέθω) nur aor. II. zu κατέχω, mit verstärkter Bdtg, zurückhalten, anhalten, κατὰ δ' ἔσχεϑε λαὸν ἅπαντα, Od. 24, 530 u. öfter; κάσχεϑε Il. 11, 702; μόλις κατασχεϑόντες δρόμον Soph. El. 744; übertr., ὀργὰς εὐμενεῖς κατασχεϑεῖν Ant. 1185; κατέσχεϑε λέοντος ϑυμόν Eur. Herc. Fur. 1210; – Θορικόνδε κατέσχεϑον, sie hielten, steuerten auf Thorikos zu, H. h. Cer. 126; – halten, χειρὶ παιωνίᾳ κατασχεϑών Aesch. Suppl. 1052.
-
50 κατα-σμύχω
κατα-σμύχω, (am langsam schmauchenden Feuer) verbrennen, verschwelen, verzehren; κατὰ δὲ σμ ύξαι πυρὶ νῆας Il. 9, 649; von der Liebe, Theocr. 3, 17; ὡς δὲ κατεσμύχϑη καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ 8, 90; vgl. Paul. Sil. 24 (V, 254) μὴ μάστιξ με κατασμύξῃ; κατεσμυγμένον ὑποβλέψασα, mit schmachtendem Blick, Heliod. 7, 21.
-
51 κατα-σκευασμός
κατα-σκευασμός, ὁ, = κατα-σκεύασμα, bes. Mittel, Erfindung, ὑπὲρ τοῦ λαϑεῖν Dem. 24, 16; – ἐκ κατασκευασμοῦ, nach Verabredung, D. Cass. 38, 9.
-
52 κατα-σκεύασμα
κατα-σκεύασμα, τό, das Eingerichtete, Zubereitete; τὰ κατασκευάσματα, Kriegsmaschinen, Pol. 1, 48, 5; τὰ ἐπὶ ταῖς χελώναις κατασκ. 9, 41, 3; übh. Gefäß, Geräth, 4, 18, 8 u. öfter; – χαλκοῦς πίναξ τῶν Κορινϑίων κατασκευασμάτων, von korinthischer Arbeit, Ath. IV, 128 d; – Gebäude, D. Hal. 3, 27; τὰ κατὰ μέρος κ., die Zimmer, Pol. 10, 27, 9; – Hülfsmittel, Erfindung, Dem. 23, 13, Arist. polit. 6, 4 u. öfter.
-
53 κατα-σκιάζω
κατα-σκιάζω, beschatten, bedecken; κατὰ δ' ἐσκίασαν βελέεσσι Τιτῆνας Hes. Th. 716; λαβὼν δ' ὑφάσμαϑ' ἱρὰ κατεσκίαζε Eur. Ion 1142; ἦ καὶ κατασκιῶσι ( fut.) Θηβαίᾳ κόνει, begraben, Soph. O. C. 407; auch in Prosa, κατεσκίασε πάντα σαρξὶ ἄνωϑεν Plat. Tim. 74 d.
-
54 κατα-τρέχω
κατα-τρέχω (s. τρέχω), herab-, herunterlaufen, hinlaufen; ἀπὸ τῶν ἄκρων καταδραμόντες Her. 7, 192; καταδραμοῦσα τὴν ϑύραν ἄνοιξον Ar. Eccl. 961; καταδραμὼν ἐπὶ τὴν ϑάλατταν Xen. An. 7, 1, 20; ναῦται καταδεδραμηκότες, die von den Schiffen ans Ufer gestiegen sind, um da zu kämpfen, Hell. 5, 1, 12; übh. ans Land kommen, landen, εἰς τὰ ἐμπόρια Pol. 3, 91, 2; – feindlich gegenanlaufen, berennen, mit Streifzügen verheeren, durchstreifen; ἄστυ κατέδραμον Pind. N. 4, 25; τὴν Αἴγιναν καταδεδραμήκεσαν Thuc. 8, 92, vgl. 2, 94; Xen. Cyr. 7, 2, 5; Pol. 5, 17, 3 u. Sp., wie Plut. Rom. 24; – auf Einen losziehen, schelten, tadeln, τὴν Σπάρτην Plat. Legg. XII, 806 c, wie Sp., D. Cass., der auch καταδραμὼν αὐτοὺς πολλά sagt, 48, 27; Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος Ath. V, 220 c; vgl. D. L. 7, 187; auch κατά τινος, D. Cass. 36, 27; – Hesych. führt auch den aor. καταϑρέξαι an.
-
55 κατα-τέμνω
κατα-τέμνω (s. τέμνω), zerschneiden, zerstückeln; μαχαίρᾳ τάμον κάτα μέλη Pind. Ol. 1, 49; τὰ κρέα Ar. Pax 1059; σπλάγχνα κατατετμημένα Av. 1524; τὰ γέῤῥα Xen. An. 4, 7, 26; mit doppeltem accus., ὃν. κατατεμῶ τοῖσιν ἱππεῦσι καττύματα, ich will ihn zu Schuhleder zerschneiden, Ar. Ach. 300; τὸ δ' ἄλλο σῶμα κατατεμὼν πολλοὺς κύβους Alexis bei Ath. VII, 324 c; vgl. Plat. Rep. X, 610 h; niederhauen, umbringen, τινά, VI, 488 c; κατατεμνόμενοι βαϑέσι τοῖς τραύμασιν Luc.; zerfleischen, ἑαυτόν Xen. Hem. 1, 2, 55; – ἡ πόλις κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰϑείας, in gerade Straßen zerschnitten, Her. 1, 180; – κατετέτμηντο τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν, Gräben waren gezogen, Xen. An. 2, 4, 13; – τὰ κατατετμημένα sind im Bergwerke Stellen, wo schon gegraben ist, Ggstz ἄτμητα, Vectig. 4, 27.
-
56 κατα-τέλεα
κατα-τέλεα, f. L. für κατὰ τέλεα bei Her. 1, 103. S. τέλος.
-
57 κατα-τίθημι
κατα-τίθημι (s. τίϑημι), 1) niederlegen, -setzen, -stellen, hinsetzen, hinstellen; τόξον ἐδέξατο καὶ κατέϑηκεν Od. 21, 82; τὸ μὲν (τόξον) εὖ κατέϑηκε ποτὶ γαίῃ ἀγκλίνας Il. 4, 112; τοὺς μὲν κατέϑηκεν ἐπὶ χϑονός 3, 293; ἐπὶ χϑονί 6, 473; ἐν ψαμάϑῳ Od. 13, 119; κάτϑεσαν εἰς Ἰϑάκην, ans Land setzen, 16, 230; ἐς μυχὸν ὑψηλοῦ ϑαλάμου καταϑεῖναι 285; χρὴ τεύχε' Ἀρήϊα κατϑέμεν εἴ 19, 4; κλισίην τινὶ παρὰ πυρί ib. 55; χλαῖναν ἐς μέγαρον ἐπὶ ϑρόνου 20, 96; κάτϑες τὸν κρατῆρα εἰς μέσον Eur. Cycl. 544; καταϑεὶς τὰ ὅπλα εἰς τὸ μέσον Xen. Cyr. 2, 1, 14; oft Ar.; Geld niederlegen, Eccl. 603; εἰς τὴν ἀγορὰν γράμματα καταϑέντες Plat. Legg. XII, 946 d, zur öffentlichen Bekanntmachung; als Kampfpreis aussetzen, ἄπυρον κατέϑηκε λέβητα Il. 23, 267; ἄεϑλα Od. 24, 91; εἰς τὸ μέσον, einen Satz zum Disputiren aufstellen, Plat. Phileb. 14 b, vgl. Cratyl. 384 c. – Ins Gefängniß werfen, ὁπόσοι νῦν εἰσὶν ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ ἢ τὸ λοιπὸν κατατεϑῶσιν Dem. 24, 63, im Gesetz, wie Sp., z. B. Dio Cass. 58, 1. – 2) Geld erlegen, baar bezahlen, eine Schuld abtragen; εἰ μὴ καταϑήσεις δύο δραχμὰς μὴ διαλέγου Ar. Ran. 176, öfter; δέκα τάλαντα τῷ ϑεῷ Her. 9, 120; τέλη Antiph. 5, 77, die Abgaben erlegen; τῇ δραχμῇ ἐπωβελίαν κατατιϑέτω, als Zins, Plat. Legg. XI, 921 d; τὴν τιμήν Prot. 314 b; Dem. 24, 2; μετοίκιον Lys. 31, 9; μηδὲν αὐτῶν καταϑείς, ohne Etwas für sie zu bezahlen, Xen. Cyr. 3, 1, 37. – Sein Versprechen erfüllen, ἃ δ' ὑπέσχεο ποῖ καταϑήσεις Soph. O. C. 227; χάριν τῷ νικῶντι καταϑέμεν Pind. N. 7, 76. – 3) hingeben; ἐς μέσον Πέρσῃσι καταϑεῖναι τὰ πρήγματα, so daß Alle an der Verwaltung Theil nehmen, Her. 3, 80; vgl. 7, 164; τὸ αὑτοῠ ἔργον ἅπασι κοινόν, zum Gemeingut Aller machen, Plat. Rep. II, 369 e; – εὐεργεσίας εἴς τινα, Wohlthaten erweisen, Hdn. 3, 6, 6; σπουδὴν πρός τινα, 1, 4, 7; – εὐϑύτομον κατέϑηκεν ὁδόν, machte ihn gerade, Pind. P. 5, 90. – Med. – a) von sich ablegen, niederlegen; τεύχεα κατέϑεντ' ἐπὶ γαίῃ Il. 3, 114, wie καταϑέμενοι τὰ ὅπλα, ihre Waffen von sich ablegend, Hdn. 8, 6, 3; χλαίνας μὲν κατέϑεντο κατὰ κλισμούς, die Kleider ablegen, Od. 17, 86; von Todten, sie beisetzen, bestatten, 24, 190; ζώναν καταϑηκαμένα Pind. Ol. 6, 39; ϑνἰμάτιον, τὰ στρώματα, Ar. Eccl. 512 Ran. 166; übertr., ϑυμὸν κατάϑου, lege den Zorn ab, Av. 401; πόλεμον, beilegen, Thuc. 1, 121, wie Dem. 19, 264; – in Gewahrsam bringen, τοὺς πρέσβεις συλλαβόντες κατέϑεντο εἰς Αἴγιναν Thuc. 3, 72; εἰς τὸ οἴκημα Dem. 56, 4; Sp., wie D. Cass. 37, 36. – Ein Amt niederlegen, Plut. Fab. 9; τοὺς ποιητάς, sie aufgeben, außer Acht lassen, Plat. Prot. 348 a; λόγους Tim. 59 d; – ἐν ἀμελείᾳ κατατίϑενται Xen. Hem. 1, 4, 15, sich nicht um Einen bekümmern. – b) für sich zurücklegen, aufbewahren, aufheben; ἐπὶ δόρπῳ, zur Abendmahlzeit, Od. 18, 45; Hes. O. 599; τὴν λείαν ἅπασαν κατέϑεντο εἰς Βιϑυνούς Xen. Hell. 1, 3, 2; ϑησαυροὺς ἐν οἴκῳ Cyr. 8, 2, 15; aufspeichern, Lys. 22, 9; διαϑήκην παρά τινι Is. 5, 1. Uebertr., δοκέοντες χάριτα μεγάλην καταϑήσεσϑαι Her. 6, 41, sich Dank bei Einem verdienen, sich Ansprüche auf Dank begründen; vgl. Plat. Crat. 391 b; Thuc. 1, 32, der auch εὐεργεσίαν καταϑέσϑαι so sagt, 1, 128; χάριν, καταϑήσεσϑαι πρός τινα Dem. 59, 21; χάριν ἀνδρὶ ἀγαϑῷ καταϑέσϑαι Xen. Cyr. 8, 3, 26; Sp. – Aehnlich ἔχϑραν πρός τινα καταϑέσϑαι, sich Jemandes Feindschaft zuzichen, Lys. 2, 22; Plut. Dem. 12. – Κλέος εἰς τὸν ἀεὶ χρόνον ἀϑάνατον καταϑέσϑαι, sich erwerben, Plat. Conv. 208 c; vgl. Her. 7, 220 Thuc. 4, 87. – Schriftlich aufzeichnen, Plat. Legg. IX, 858 d; τὴν γνώμ ην εἰς μέσον, öffentlich hinstellen, Dem. rhet. 4 p. 327, 14 - c) sich eine Stellung, ein Verhältniß zu Einem geben, Sp.; ἐς τὸ ἴδιον, dem δαπανάω entsprechend, für sich anwenden, Xen. An. 1, 3, 3. – Καταϑείομαι ist ep. conj. statt κατάϑωμαι, Il. 22, 111; häufig sind die ep. Formen κάτϑεσαν, κατϑέμεν u. ähnliche.
-
58 κατα-τῑλάω
κατα-τῑλάω, bekacken; τῆς στήλης Ar. Av. 1054, τῶν Ἑκαταίων Ran. 361; κατά τινος Artemid. 2, 24. – Pass., Ar. Av. 1117.
-
59 κατα-φαρμάσσω
κατα-φαρμάσσω, dasselbe, a) vergiften, in tmesi, κατά με ἐφάρμαξας Her. 2, 181. – b) bezaubern, κατεπᾴδων καὶ καταφαρμάσσων τῷ λόγῳ τὸν Διονύσιον Plut. Dion. 14.
-
60 κατα-φθίω
κατα-φθίω (s. φϑίω), 1) act. fut. u. aor. 1., mit langem ι, zu Grunde richten, hinschwinden lassen, tödten; οὐ μὲν δή σε καταφϑίσει Od. 5, 341; παλαιὰς δαίμονας καταφϑίσας Aesch. Eum. 697; κατὰ μὲν φϑίσας τὰν γαμψώνυχα παρϑένον Soph. O. R. 1198. – 2) pass. plusqpf. oder aor. syncop. κατεφϑάμην, mit kurzem ι, untergehen, umkommen, sterben, am häufigsten im partic., σεῖο καταφϑιμένοιο, Il. 22, 288; Od. 3, 196 u. a. D.; νεκύεσσι καταφϑιμένοισιν ἀνάσσειν Od. 11, 491; ὡς καὶ σὺ καταφϑίσϑαι ὤφελες, o daß du umgekommen wärst, 2, 183; ἤϊα κατέφϑιτο, die Reisevorräthe waren aufgezehrt, 4, 363; ἐκεῖ κατέφϑιτο Aesch. Pers. 311; ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφϑιτο, nachdem es erloschen war, 369; εἴ τι μὴ τὠμῷ πόϑῳ κατέφϑιτο Soph. O. R. 970; Phil. 346; κατέφϑισο Eur. Hipp. 839.
См. также в других словарях:
κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατά — downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα … Dictionary of Greek
κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)