Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

κατύπερϑε

  • 1 κατύπερθε

    καθύπερθε
    from above: ionic (indeclform adverb)

    Morphologia Graeca > κατύπερθε

  • 2 καθ-ύπερθε

    καθ-ύπερθε, vor Vocalen καϑύπερϑεν, ion. κατύπερϑε, von oben her, von oben herab; δεινὸν δὲ λόφος καϑύπερϑεν ἔνευεν, der Helmbusch winkte von oben herab, Il. 3, 337; καϑύπερϑεν ἐπιῤῥέει 2, 754; Od. 12, 442 u. öfter; χλαίνας καϑύπερϑεν ἕσασϑαι Il. 24, 646, überzuziehen; πολλὰ δὲ καὶ καϑύπερϑε μελαϑρόφιν ἐξεκέχυντο Od. 8, 279. Bei geographischen Bestimmungen, Iliad. 24, 545 ὅσσον Λέσβος ἄνω ἐντὸς ἐέργει καὶ Φρυγίη καϑύπερϑε, καϑ. Χίου, Ὀρτυγίης καϑ., oberhalb Chios, d. i. nördlich davon, Od. 3, 170. 15, 404. Ggstz ὑπένερϑε, 10, 353. So auch Her., ὴ χώρη ἡ κατύπερϑε 4, 8, τὰ κατύπερϑε ϑηριώδης ἐστὶ ἡ Λιβύη 2, 32. – Uebertr., πολλῷ κατύπερϑε ἦν τῶν ἀντιστασιωτέων, er war überlegen, Her. 5, 69, κατ. τῷ πολέμῳ γενέσϑαι Τεγεητέων, die Oberhand gewinnen, besiegen, 1, 67; 8, 60; so auch Pind., μόχϑου καϑ. νεᾶνις, durch Mühsal unbesiegt, P. 9, 32; Soph. ζῴης μοι καϑύπερϑεν χειρὶ καὶ πλούτῳ τεῶν ἐχϑρῶν El. 1079; Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > καθ-ύπερθε

  • 3 καθυπερθε

        I
        ион. κᾰτύπερθε (ῠ) adv.
        1) сверху
        2) сверху, поверх
        

    (ἐπιρρέειν Hom.)

        χλαίνας κ. ἕσασθαι Hom.постлать сверху одеяла

        3) выше, к северу
        

    κ. Φρυγίη Hom. — северная Фригия;

        ἥ χώρη ἥ κ. Her. — страна, лежащая к северу;
        τὰ κ. θηριώδης ἐστὴ ἥ Λιβύη Her.северная Ливия населена дикими зверями

        4) выше, сильнее
        

    κ. γίνεσθαι Her.быть сильнее или обстоять лучше

        II
        ион. κᾰτύπερθε praep. cum gen.
        1) сверху
        

    κ. μελαθρόφιν Hom.с потолка

        2) выше, севернее, к северу от
        

    (κ. Χίου, Ὀρτυγίης κ. Hom.)

        3) выше, сильнее
        

    κ. τινος πλούτῳ ζῆν Soph.превосходить кого-л. богатством;

        κ. τῷ πολέμῳ τινὸς γενέσθαι Her.одолевать кого-л. на войне

        4) ранее, прежде
        

    κ. τούτων Her.до этого

    Древнегреческо-русский словарь > καθυπερθε

  • 4 καθυπερθεν

        I
        ион. κᾰτύπερθε (ῠ) adv.
        1) сверху
        2) сверху, поверх
        

    (ἐπιρρέειν Hom.)

        χλαίνας κ. ἕσασθαι Hom.постлать сверху одеяла

        3) выше, к северу
        

    κ. Φρυγίη Hom. — северная Фригия;

        ἥ χώρη ἥ κ. Her. — страна, лежащая к северу;
        τὰ κ. θηριώδης ἐστὴ ἥ Λιβύη Her.северная Ливия населена дикими зверями

        4) выше, сильнее
        

    κ. γίνεσθαι Her.быть сильнее или обстоять лучше

        II
        ион. κᾰτύπερθε praep. cum gen.
        1) сверху
        

    κ. μελαθρόφιν Hom.с потолка

        2) выше, севернее, к северу от
        

    (κ. Χίου, Ὀρτυγίης κ. Hom.)

        3) выше, сильнее
        

    κ. τινος πλούτῳ ζῆν Soph.превосходить кого-л. богатством;

        κ. τῷ πολέμῳ τινὸς γενέσθαι Her.одолевать кого-л. на войне

        4) ранее, прежде
        

    κ. τούτων Her.до этого

    Древнегреческо-русский словарь > καθυπερθεν

  • 5 καθύπερθε

    καθύπερθε [pron. full] [ῠ], poet. before a vowel [suff] καθύπερ-θεν (also v.l. in Th.5.59, S. El. 1090 (lyr.)); [dialect] Ion. [full] κατύπερθε: Adv.:—
    A from above, down from above,

    δεινὸν δὲ λόφος κ. ἔνευεν Il.3.337

    , cf. 22.196, Od.12.442, etc.;

    κ. μελαθρόφιν 8.279

    ;

    ἐκ μὲν τοῦ πεδίου.., κ. δέ.. Th.5.59

    , cf.IG12.398: c. gen.,

    πυρός Nic.Th. 691

    .
    2 atop, above, opp. ὑπένερθε, Od.10.353; κ. ἐπιρρέει floats atop, Il.2.754;

    κ. τῶν ὅπλων τοῦ τόνου Hdt.7.36

    ; of geographical position,

    Λέσβος ἄνω.., καὶ Φρυγίη καθύπερθε Il.24.545

    : c. gen., καθύπερθε Χίοιο above, i.e. north of, Chios, Od.3.170: in Prose,

    Κέρκιος κατύπερθε SIG1.3

    (Abu Simbel, vi B. C.); ἡ Χώρη ἡ κ. Hdt.4.8;

    ἡ κ. ὁδός Id.1.104

    , etc.; τὰ κ. the upper country, i.e. farther inland,

    τὰ κ. τῆς λίμνης Id.2.5

    ; τὰ κ. τῆς θηριώδεος ib.32;

    τοῖσι κ. Ἀσσυρίων οἰκημένοισι Id.1.194

    .
    3 above, having the upper hand of, κ. γενέσθαι τινός, prop., of a wrestler who falls atop of his opponent, ib.67, 8.60.

    γ; κ. Χερὶ πλούτῳ τε τῶν ἐχθρῶν S.El.

    l.c. (lyr.); also, of affairs,

    ἐλογίζετο.. κ. οἱ τὰ πρήγματα ἔσεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν Hdt.8.136

    ;

    κακοὶ δ' ἀγαθῶν καθύπερθεν Thgn.679

    ; μόχθου κ. superior to misery, unconquered by it, Pi.P.9.31; also

    κ. ἤ.. Hdt.8.75

    .
    II of Time, before, c. gen., Id.5.28.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθύπερθε

  • 6 ΝΊΦω

    ΝΊΦω, schneien; ἤματι χειμερίῳ, ὅτε τ' ὤρετο Ζεὺς νιφέμεν (Bekk. νειφέμεν), Il. 12, 280, was fälschlich als aor. II. genommen wird; νίφει, es schnei't, Ar. Ach. 1106; aber Vesp. 773 steht noch ἐὰν δὲ νείφῃ (vgl. Schol. Il. 1, 420); – ὅταν νίφῃ ὁ ϑεός, Xen. Cyn. 8, 1; ἔνιφεν ὁ Ζεύς, Babr. 45, 1; auch übertr. sagt Nicoph. bei Ath. VI, 269 d νιφέτω μὲν ἀλφίτοις, neben ὑέτω δ' ἔτνει; das fut. νίψει, p. bei Plut. de pr. frig. 11. Im med. od. pass. sagt Aesch. νιφάδος ὀλοᾶς νιφομένης, vom Steinhagel, Spt. 195. – Pass. νίφομαι, beschnei't werden; Ar. Ach. 1039; τὰ κατύπερϑε νίφεται, Her. 4, 31; οἱ δὲ νιφόμενοι ἀπῆλϑον εἰς τὸ ἄστυ, Xen. Hell. 2, 4, 5; Sp., οὐ νίφεται τὸ τῆς Ἆρτέμιδος ἄγαλμα, Pol. 16, 12, 3.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ΝΊΦω

  • 7 επιπολης

        I
        [gen. к ἐπιπολή См. επιπολη] adv.
        1) (тж. ἐξ ἐπιπολῆς Arst., Luc.) на поверхности, сверху
        

    (ἐ. ἐπεῖναι Her.; κάτω καὴ ἐ. Xen.)

        ὅ ἐ. Plat., Arst. — поверхностный, верхний, наружный

        2) явно, очевидно, явственно
        

    (ἰδεῖν Arst.)

        II
        praep. cum gen. сверху, снаружи, поверх, на поверхности
        

    (τῶν πυλέων Her.; τοῦ σήματος Arst.)

         III
        τό indecl., поверхность
        

    (τοῦ σώματος Plat.)

        κατύπερθε ἐ. τῶν ξύλων Her. — поверх бревен;
        ἐξ ἐ. Arst. — на поверхности, сверху

    Древнегреческо-русский словарь > επιπολης

  • 8 κατυβρίζω

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατυβρίζω

  • 9 λογίζομαι

    λογ-ίζομαι, [dialect] Att. [tense] fut. - ιοῦμαι Id.Ra. 1263, Th.5.87, etc.: [tense] aor.
    A

    ἐλογισάμην E.Or. 555

    , Th.6.31, etc.: [tense] pf.

    λελόγισμαι Lys.32.24

    ,27, D.28.12:—[voice] Pass., v. infr. 111: ([etym.] λόγος):—prop. of numerical calculation, count, reckon,

    οὐκ ἐπισταμένους λογίζεσθαι Hdt.2.16

    ;

    εὗρον λογιζόμενος Id.7.28

    , cf. 194, etc.; in full,

    λ. ψήφοισι Id.2.36

    ; λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις ἀλλ' ἀπὸ χειρός calculate roughly, not by rule, but off-hand, Ar.V. 656: c. acc. rei, λ. τοὺς τόκους calculate the interest, Id.Nu.20; τρεῖς μνᾶς ἀναλώσας λογίσασθαι δώδεκα spend 3 minae and set down 12, Id.Pl. 381.
    2 c. acc. et inf., reckon or calculate that.., λ. μύρια εἶναι [τὰ ἔτεα] Hdt. 2.145;

    τὰς βλάβας, ἃς ἐλογίζεθ' αὑτῷ γεγενῆσθαι D.21.176

    : without acc.,

    Θηριππίδῃ μισθὸν ἀποδεδωκέναι λ. Id.27.20

    .
    3 λ. τινί τι set down to one's account,

    οὗτος.. τὸ ἥμισυ τούτοις.. λελόγισται Lys.32.24

    , cf. 27; τἀνηλωμέν'.. οὐκ ἐλογιζόμην I did not charge them.., D. 18.113: metaph.,

    τὰ παραπτώματα λ. τινί 2 Ep.Cor.5.19

    .
    II without reference to numbers, take into account, calculate, consider,

    ταῦτα Hdt.9.53

    , cf. S.Aj. 816, etc.;

    λ. τὰ ξυμφέροντα Th.1.76

    ; λ. τι πρός τινας with them, D.5.24; also λ. περί τινος calculate, form calculations about.., Hdt.2.22, X.Mem.4.3.11.
    2 c. acc. et inf., reckon, consider that..,

    τὸν ἕτερον [παῖδα] οὐκ εἶναί μοι λ. Hdt.1.38

    ;

    τὸν Πᾶνα τῶν ὀκτὼ θεῶν λ. εἶναι Id.2.46

    ; λ. ὅτι .. or ὡς .., X.HG2.4.28, 6.4.6; ἐλογιζόμην πρὸς ἐμαυτὸν.., ὅτι .. And.1.52, Pl.Ap. 21d: c. acc. et part.,

    Σμέρδιν μηκέτι ὑμῖν ἐόντα λογίζεσθε Hdt.3.65

    : also with inf. omitted, reckon or account so and so,

    τὸν καθ' ἡμέραν βίον λογίζου σόν [εἶναι], τὰ δ' ἄλλα τῆς τύχης E.Alc. 789

    ; πολὺν [εἶναι] τὸν κάτω χρόνον ib. 692;

    λογίζεταί τ' ἐκεῖνα πάνθ' ἁμαρτίας Ar.V. 745

    ; μίαν ἄμφω τούτω τὼ ἡμέρα λ. count both days as one, X.Cyr.1.2.11.
    3 c. inf. also, count or reckon upon doing, calculate or expect that..,

    ἐπισιτιεῖσθαι ἐλογίζοντο Hdt.7.176

    ;

    ἐλογίζετο κατύπερθέ οἱ τὰ πρήγματα ἔσεσθαι Id.8.136

    ;

    λογιζόμενοι ἥξειν ἅμα ἡλίῳ δύνοντι X.An.2.2.13

    ;

    λελογισμένοι.. εἰσὶν.. διαζῆν E.IA 922

    , cf. Or. 555 (dub. l.); τί λογίζομ'.. προσδοκῶν χάριν παρὰ γυναικὸς κομιεῖσθαι; Men.564.
    4 count upon,

    εἴ τις δύο ἢ καί τι πλείους ἡμέρας λ., μάταιός ἐστιν S.Tr. 944

    .
    5 conclude by reasoning, infer that.., c. acc. et inf., Pl.Grg. 524b, X.Ages.7.3; λ. ὅτι .. Id.HG6.1.5, cf. Pl.Phd. 62e, al.
    III [voice] Pass., mostly [tense] aor. ἐλογίσθην and (less freq.) [tense] pf. λελόγισμαι, also in [tense] pres., part.

    λογιζόμενον Hdt.3.95

    , freq. in later Gr., PPetr.3p.340 (iii B. C.), Ep.Rom.4.5, etc.; χρήματα εἰς ἀργύριον λογισθέντα counted or calculated in silver, X.Cyr.3.1.33;

    ὁπλῖται ἐλογίσθησαν οὐκ ἐλάττους δισμυρίων Id.HG6.1.19

    ;

    οὗτος λογισμὸς λογισθείς Pl.Ti. 34b

    ;

    οὐδ' ἐξ ἑνὸς λόγου λελογισμένου Id.Phdr. 246c

    ; τὸ λελογισμένον, = λογισμός, E.IA 386, Luc.Nigr.Prooem.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογίζομαι

  • 10 ἐπι[πολ]ή

    ἐπι[πολ]-ή, , ἐπιτέλλω (B)) pl. Ἐπιπολαί, αἱ, the Rise, a triangular plateau near Syracuse which rises from its base (the wall of Achradina) to its apex ([place name] Euryalus), Th.6.96, etc.
    2. sg., surface, Schwyzer 89.15 (Argos, iii B.C.), Aret.SD2.7, Gal.2.626.
    II. elsewh. only in gen., ἐπιπολῆς, as Adv., on the top, Hdt.2.62, Arist.GA 747a5, etc.;

    κάτω μὲν καὶ ἐ..., ἐν μέσῳ δέ.. X. Mem.3.1.7

    ;

    λίαν ἐ. πεφυτευμένα Id.Oec.19.4

    ; ἐ. τὸ σιναρὸν σκέλος ἔχοντα uppermost, Hp.Art.77;

    τὰ ἐ. τε καὶ ἐντός Pl.Phlb. 47c

    , cf. 46e; of arguments, ἐ. εἶναι to be superficial, Arist.Rh. 1400b31; but τὰ παντελῶς ἐ. quite simple tasks, D.61.37;

    πᾶσίν ἐστιν ἐ. ἰδεῖν Arist. HA 622b25

    , cf. Rh. 1376b14.
    2. as Prep., c. gen., on the top of, above,

    τῶν πυλέων Hdt.1.187

    , cf. Ar.Ec. 1108, Pl. 1207.
    3. with other Preps.,

    κατύπερθε ἐπιπολῆς τῶν ξύλων Hdt.4.201

    ;

    ἐξ ἐ. εὑρίσκεσθαι D.S.5.38

    ; οὐκ ἐξ ἐ. ὁ λόγος ἡμῶν καθίκετο made a deep impression, Luc.Nigr.35, etc. (condemned by Phryn.PSp.67 B., Luc. Sol.5);

    δι' ἐ. τῶν λέξεων Seleuc.

    ap. Ath.9.398a; so ἐν ἐπιπολῇ, = ἐπιπολῆς, Str.12.7.3.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπι[πολ]ή

  • 11 ὑπέρ

    ὑπέρ [], [dialect] Ep. also [full] ὑπείρ, used by Hom. (metri gr.) only in the phrase ὑπεὶρ ἅλα (v. ὑπείρ); Arc. [full] ὁπέρ (q. v.): in [dialect] Aeol. replaced by περί (v.
    A

    περί A.

    V): Prep. governing gen. and acc., in Arc. also dat. (Cf. Skt. upaári 'above', Goth. ufar, OE. ofer 'over':—from it are formed the [comp] Comp. and [comp] Sup. ὑπέρτερος, -τατος, also Adv. ὕπερθεν, and Nouns ὑπέρα, ὕπερος.)
    A WITH GENIT.,
    I of Place, over;
    1 in a state of rest, over, above, freq. in Hom.,

    βάλε.. στέρνον ὑ. μαζοῖο Il.4.528

    ; χιτωνίσκους ἐνεδεδύκεσαν ὑ. γονάτων not reaching to the knees, X.An.5.4.13;

    ἕστηκε.. ὅσον τ' ὄργυι' ὑ. αἴης Il.23.327

    ;

    εἴθ' ὑ. γῆς, εἴτ' ἐπὶ γῆς, εἴθ' ὑπὸ γῆς Thphr.Ign.1

    ; στῆ δ' ἄρ' ὑ. κεφαλῆς stood over his head as he lay asleep, Il.2.20, Od.4.803, al.;

    πασάων ὕ. ἥ γε κάρη ἔχει 6.107

    ;

    ὑ. πόλιος, ὅθι Ἕρμαιος λόφος ἐστίν, ἦα 16.471

    ; ὑ. κεφαλῆς οἱ ἐγίνετο διεξελαύνοντι over head, i. e. over the gateway, Hdt.1.187;

    ὑ. τῆς ὀροφῆς IG12.373.246

    ; ὑ. τοῦ ἀγάλματος ib.264;

    ὄρος τὸ ὑ. Τεγέης Hdt.6.105

    ; τὰ ὑ. κεφαλῆς the higher ground, X.Ages.2.20; Ἰονίας ὑ. ἁλὸς οἰκέων on the Ionian sea, i.e. on its shores, Pi.N.7.65;

    λιμὴν καὶ πόλις ὑ. αὐτοῦ κεῖται Th.1.46

    , cf. 6.4, D.C.40.14: of relative geographical position, above, farther inland,

    οἰκέοντες ὑ. Ἁλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν Hdt.1.175

    ;

    ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑ. Αἰγύπτου Th.2.48

    ;

    τοῖς ὑ. Χερρονήσου Θρᾳξίν X.An.2.6.2

    ;

    ὑ. Μασσαλίας Plb.2.14.8

    , cf. 5.73.3, al.: in Hellenistic Gr. the acc. is commoner in this sense, v. infr. B. I.
    b of ships at sea, off a place, Th.1.112, 8.95;

    ναυμαχίην τὴν ὑ. Μιλήτου γενομένην Hdt.6.25

    ; ὑ. τούτου (sc. Φαλήρου) ἀνακωχεύσαντες τὰς νέας ib. 116.
    2 in a state of motion, over, across,

    κῦμα νηὸς ὑ. τοίχων καταβήσεται Il.15.382

    ;

    τὸν δ' ὑ. οὐδοῦ βάντα προσηύδα Od.17.575

    ;

    πηδῶντος.. τάφρων ὕ. S.Aj. 1279

    ;

    ὑ. θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις A.Ag. 576

    ; ἐκκυβιστᾶν ὑ. [ τῶν ξιφῶν] X.Smp.2.11.
    3 over, beyond,

    ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ τηλοῦ ὑ. πόντου Od.13.257

    .
    II metaph., in defence of, on behalf of,

    τεῖχος ἐτειχίσσαντο νεῶν ὕ. Il.7.449

    ;

    ἑκατόμβην ῥέξαι ὑ. Δαναῶν 1.444

    : generally, for the prosperity or safety of,

    τὰ ἱερὰ ὑ. τῆς Εὐβοίας θῦσαι IG12.39.65

    , cf. 45.5;

    ἱερὰ θυόμενα ὑ. τῆς πόλεως X.Mem.2.2.13

    ;

    ἐπιτελεῖν τὰς θυσίας ὑ. τε ὑμῶν καὶ τῶν τέκνων UPZ14.27

    (ii B.C.); in dedications (always with reference to living persons),

    Σμικύθη μ' ἀνέθηκεν.. εὐξαμένη.. ὑ. παίδων καὶ ἑαυτῆς IG12.524

    , cf. 22.4403, 42(1).569 (Epid.);

    Ἀρτέμιδι Σωτείρᾳ ὑ. βασιλέως Πτολεμαίου Ἐπικράτης Ἀθηναῖος OGI18

    (Egypt, iii B. C.), cf. 365 (Amasia, ii B. C.), al.; ὑ. τῆς εἰς αἰῶνα διαμονῆς Ἀντωνείνου Καίσαρος ib.702.3 (Egypt, ii A.D.); ὑ. τῆς τύχης.. Ἀντωνείνου Σεβαστοῦ Εὐσεβοῦς ib.703.2 (Ptolemais, ii A.D.); ὑ. σωτηρίας τοῦ κυρίου ἡμῶν.. Ἀντωνείνου ib.706 (Egypt, ii/iii A. D.);

    εὑδόντων ὕ. φρούρημα A.Eu. 705

    ; ὑ. τινὸς κινδυνεύειν, μάχεσθαι, βοηθεῖν, Th.2.20, Pl.Lg. 642c, X.An.3.5.6;

    ἧς ἔθνῃσχ' ὕ. S.Tr. 708

    ;

    ὑ. γῆς τῆς Ἀθηναίων ναυμαχέειν Hdt.8.70

    ;

    ὑ. τῆς Ἑλλάδος ἀμῦναι Pl.Lg. 692d

    ; ἀμυνῶ ὑ. ἱερῶν καὶ ὁσίων Jusj. ap. Poll.8.105;

    νῦν ὑ. πάντων ἀγών A.Pers. 405

    ;

    ὑ. δόξης τελευτήσαντες D.23.210

    , cf. Isoc.6.93; πάνθ' ὑ. ὑμῶν φανήσεται πράξας Χαβρίας, καὶ τὴν τελευτὴν αὐτὴν τοῦ βίου πεποιημένος οὐχ ὑ. ἄλλου τινός in your interests, D.20.80, cf. 83;

    ὑ. τῆς Ἀσίας στρατηγήσας Isoc.4.154

    ; of things sought,

    ὑ. τοῦ νεκροῦ ὠθισμὸς ἐγένετο πολύς Hdt.7.225

    ; ἀφίκετο ὑ. γενεᾶς, ὑ. φωνᾶς, ὑ. τοῦ θησαυροῦ, IG42 (1).121.10,42, 123.11 (Epid., iv B.C.);

    γίνωσκέ με πεπορεῦσθαι εἰς Ἡρακλέους πόλιν ὑ. τῆς οἰκίας UPZ68.3

    (ii B. C.); sts. even of the thing to be averted, ἱκέσιον λόχον δουλοσύνας ὕ. about slavery, A.Th. 111 (lyr.), cf. Aeschin.3.10.
    2 for, instead of, in the name of, ὑ. ἑαυτοῦ τι προϊδεῖν on his own behalf, Th.1.141;

    ὑ. τινὸς ἀποκρίνεσθαι Pl.R. 590a

    ;

    προλέγειν X.An.7.7.3

    ;

    ἐπεὶ οὖν σὺ σιωπᾷς, ἐγὼ λέξω καὶ ὑ. σοῦ καὶ ὑ. ἡμῶν Id.Cyr.3.3.14

    , cf. S.El. 554; ὑ. Ζήνωνος πράσσων as Zeno's representative, PSI4.389.8 (iii B. C.);

    ἔγραψεν ὑ. αὐτῶν διὰ τὸ φάσκειν αὐτοὺς μὴ εἰδέναι γράμματα PGrenf.2.17.9

    (ii B. C.); θεάσασθε ὃν τρόπον ὑμεῖς ἐστρατηγηκότες πάντ' ἔσεσθ' ὑ. Φιλίππου as though by commission from P., D.3.6; so in other dialects c. acc., v. infr. B. v.
    3 in adjurations, with verbs of entreaty, entreat one as representative of another, τῶν ὕ. ἐνθάδ' ἐγὼ γουνάζομαι οὐ παρεόντων, i. e. I entreat you as they would if they were here, Il.15.665, cf. 660; then more metaph., by, λίσσομ' ὑ. ψυχῆς ( as you value your life)

    καὶ γούνων σῶν τε τοκήων 22.338

    , cf. 24.466;

    λίσσομ' ὑ. θυέων καὶ δαίμονος.. σῆς τ' αὐτοῦ κεφαλῆς καὶ ἑταίρων Od.15.261

    ;

    λίσσου' ὑ. μακάρων σέο τ' αὐτῆς ἠδὲ τοκήων A.R.3.701

    ; ὑ. ξενίου λίσσεται ὔμμε Διός in the name of Zeus, AP7.499.2 (Theaet.); so [dialect] Aeol. περ (v.

    περί A.

    V).
    4 of the cause or motive, for, because of, by reason of,

    ἀλγέων ὕ. E.Supp. 1125

    (lyr.);

    ὑ. παθέων Id.Hipp. 159

    (lyr.);

    ἔριδος ὕ. Id.Andr. 490

    (lyr.); of punishment or reward, for, on account of,

    τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαθ' ὑπάρξει βραδυτῆτος ὕ. S.Ant. 932

    (anap.), cf. Isoc.11.39, Lys.3.43, 4.20, 13.41,42, X.An.1.3.4; ἀτῆθθαι ὑ. τῶ πατρὸς τὰ πατρώϊα the father's property shall pay the fine for the father, Leg.Gort.11.42;

    ἀποτεισάτω ὁ δεσπότης ὑ. τοῦ δούλου PHal. 1.198

    (iii B. C.); τοῦτον (viz. a runaway slave)

    ὃς ἂν ἀναγάγῃ, λήψεται ὅσα καὶ ὑ. τοῦ προγεγραμμένου UPZ121.24

    (ii B. C.);

    τὸ κατεσκευασμένον ὑ. τῆς ἡμετέρας σωτηρίας Ἰσιδεῖον

    as a thank-offering for..,

    Sammelb.3926.12

    (i B. C.);

    ὑ. ὧν ἐτιμήσαμεν αὐτοὺς ταῖς μεγίσταις τιμαῖς Isoc.9.57

    ;

    ἀποδοῦναι χάριν ὑ. ὧν.. ἅπαντας ἀνθρώπους εὐεργέτησεν Id.4.56

    ; of payment,

    ἡμιωβέλιον ὑ. ἑκάστου IG12.140.2

    ; μέτρησον Ποσειδωνίῳ ὑ. Ἡρακλείδου on account of H., i.e. debiting H.'s account, PFay.16 (i B. C.); μετρήσω ὑ. σοῦ εἰς τὸ δημόσιον for the credit of your account, PAmh.2.88.22 (ii A. D.);

    ὑ. λαογραφίας Ostr.Bodl. iii 80

    (i A. D.);

    ὑ. λόγου ἀννώνης Ostr. 1479

    (iii A. D.);

    ὑ. ὧν ἔμαθεν καταβαλεῖν μισθόν Jul.Or.3.126a

    , cf. Ael.NA3.39.
    5 ὑ. τοῦ μή c. inf., for the purpose of preventing or avoiding,

    ὑ. τοῦ μηδένα.. βιαίῳ θανάτῳ ἀποθνῄσκειν X.Hier.4.3

    ;

    ὑ. τοῦ μὴ ποιεῖν τὸ προσταττόμενον Isoc.7.64

    , cf. 12.80;

    τὴν πόλιν ἐκλιπεῖν ὑπέμειναν.. ὑ. τοῦ μὴ τὸ κελευόμενον ποιῆσαι D.18.204

    : also without μή, for the sake of, ὑ. τοῦτοῖς ἄλλοις ἐπιτάττειν ἐθέλειν ἀποθνῄσκειν to be ready to die for the sake of.., Isoc.6.94;

    μὴ τοσαύτην ποιεῖσθαι σπουδὴν ὑ. τοῦ βλάψαι τοὺς πολεμίους ἡλίκην ὑ. τοῦ μηδὲν αὐτοὺς παθεῖν δεινόν Plb.3.94.9

    , cf. 5.32.1, 5.86.8: this constr. is found also in signf. A. 111.
    III concerning,

    ὑ. σέθεν αῐσχε' ἀκούω Il.6.524

    ;

    κᾶρυξ ἀνέειπέ νιν ἀγγέλλων Ἱέρωνος ὑ. καλλινίκου ἅρμασι Pi.P.1.32

    ;

    Σκύθαι μὲν ὧδε ὑ. σφέων τε αὐτῶν καὶ τῆς χώρης τῆς κατύπερθε λέγουσι Hdt.4.8

    ; τὰ λεγόμενα ὑ. ἑκάστων v.l. in Id.2.123;

    τοὺς ὑ. τοῦ αἰῶνος φόβους Epicur.Sent.20

    ; διαλεχθῆναι, ἀγορεύειν ὑ. τινός, Pl.Ap. 39e, Lg. 776e; περὶ μὲν οὖν τούτων τοσαῦτά μοι εἰρήσθω, ὑ. ὧν δέ μοι προσήκει λέγειν .. Lys.24.4, cf. 21, 16.20;

    ὑ. οὗ.. ὁμολογῶ.. διαφέρεσθαι τούτοις D.18.31

    ; βουλευομένων ὑ. τοῦ ποίαν τινὰ [ εἰρήνην ποιητέον] Id.19.94;

    ἔγραψάς μοι ὑ. τῶν καμίνων PCair.Zen. 273.2

    (iii B. C.);

    ἐνεκάλουν ὑ. σύκων PSI6.554.24

    (iii B. C.);

    ἐπεδώκαμέν σοι ὑπόμνημα ὑ. τοῦ μὴ εἰληφέναι τὴν.. ὄλυραν UPZ46.4

    (ii B. C.);

    συλλαλήσαντες ὑ. τοῦ τὴν πόλιν ἐνδοῦναι τοῖς Ῥωμαίοις Plb.1.43.1

    ; θροῦς ὑ. τοῦ τὸν Λυκοῦργον ἐκπέμπειν talk of sending L., Id.5.18.5, cf. 6; γνώμην ὑ. τῆς κοινῆς [ δόξης] Isoc.6.93;

    ὑ. τῶν τούτου λῃτουργιῶν.. ὡδὶ γιγνώσκω D.21.152

    ;

    ἐκ τῶν ἐμφανῶν ὑ. τῶν ἀφανῶν πιστεύειν Jul.Or. 4.138b

    ; with vbs. expressing emotion,

    ποίας.. γυναικὸς ἐκφοβεῖσθ' ὕ.; S.OT 989

    ;

    εἰ τὰ παρὰ σοὶ καλῶς ἔχει, θάρρει ὑ. ἐκείνων X.Cyr.7.1.17

    ;

    οὐδεὶς ὑ. μου δαιμόνων μηνίεται κατασφαγείσης A.Eu. 101

    (approaching sense 11.1).
    I of Place in reference to motion, over, beyond, freq. in Hom., e.g.

    ὑ. ὦμον ἤλυθ' ἀκωκή Il.5.16

    , cf. 851;

    ἀλάλησθε.. ὑπεἰρ ἅλα Od.3.73

    , cf. 7.135, al., A.Eu. 250, S.Ant. 1145 (lyr.);

    ὑ. τὸν δρύφακτον ὑπερτιθέμενοι Plb.1.22.10

    : without such reference,

    ὑ. Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῦσι Pl.Criti. 108e

    , cf. Jul.Or.1.6d;

    τὰς κεφαλὰς ὑ. τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Plb.3.84.9

    ;

    τῶν ὑ. τὸ Σαρδῷον πέλαγος τόπων Id.2.14.6

    ;

    ὑ. Μασσαλίαν Id.2.16.1

    ;

    λόφον κείμενον ὑ. τὴν ὁδόν Id.2.27.5

    , cf. 3.47.2, al.;

    τῶν συριῶν ὑ. τὴν σκηνὴν οὐσῶν PHib. 1.38.7

    (iii B. C.);

    οὐλὴ.. ὑ. ὀφρὺν δεξιάν PCair.Zen.76.13

    (iii B. C.);

    τὸ ὑ. τὸν ἔσχατον.. σπόνδυλον Sor.1.102

    ;

    ὑ. τὸν οὐρανόν Jul.Or. 4.135a

    .
    II of Measure, above, exceeding, beyond,

    ὑ. τὸν ἀλαθῆ λόγον Pi.O.1.28

    ;

    ὑ. τὸ βέλτιστον A.Ag. 378

    (lyr.);

    ὑ. ἐλπίδα S.Ant. 366

    (lyr.);

    ὑ. δύναμιν Th.6.16

    ;

    μεγέθει ὑ. τοὺς ἐν τῇ νηΐ Pl.R. 488b

    ;

    ὑ. ἄνθρωπον εἶναι Id.Lg. 839d

    , Luc.Vit.Auct.2; ὑ. ἡμᾶς beyond our powers, Pl.Prm. 128b;

    ὑ. τὴν ἀξίαν E.HF 146

    ;

    ὑ. τὴν οὐσίαν Pl. R. 372b

    ; ὑ. τὸ ὕδωρ (cf.

    ὕδωρ 1.4

    ) Luc.Pr.Im.29.
    b after [comp] Comp., than, δυνατώτεροι ὑ. .. LXX Jd.18.26: so after Posit., τοῖς ἀγαθοῖς ὑ. αὐτόν better than he, ib.3 Ki.2.32.
    2 of transgression, in violation of, ὑ. αἶσαν, opp. κατ' αἶσαν, Il.3.59, al.;

    ὑ. Διὸς αἶσαν 17.321

    ;

    ὑ. μοῖραν 20.336

    ; ὑ. μόρον (or ὑπέρμορον) ib.30;

    ὑ. θεόν 17.327

    ;

    ὑ. ὅρκια 3.299

    , al.
    III of Number, above, upwards of, τὰ ὑ. δέκα μνᾶς [ ξυμβόλαια] IG12.41.23, cf. 22.48, al.;

    ὑ. τεσσεράκοντα ἄνδρας Hdt.5.64

    ; ὑ. τετταράκοντα (sc. ἔτη) X.HG5.4.13;

    ὑ. τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονόσι Id.Cyr.1.2.4

    ; ὑ. ἥμισυ more than half, ib.3.3.47.
    IV of Time, beyond, i.e. before, earlier than,

    ὁ ὑ. τὰ Μηδικὰ πόλεμος Th.1.41

    ;

    ὑ. τὴν φθοράν Pl.Ti. 23c

    .
    V in some dialects, in sense A. 11.1,2, on behalf of,

    ὑ. τὰν πόλιν SIG437

    (Delph., iii B. C.), al., cf. IG42(1).109iv113 (Epid., iii B. C.), 5(2).438-40,442 (Megalop., ii B. C.), 42(1).380,665 (Epid., i A. D.), IPE4.71.10 (Cherson., ii A. D.); in sense A. 111, concerning,

    ἐπικράνθη μοι ὑ. ὑμᾶς LXX Ru.1.13

    .
    C WITH DAT., only Arc., μαχόμενοι ὑ. τᾷ τᾶς πόλιος ἐλευθερίᾳ fighting for.., IG5(2).16 (Tegea, iii B. C.).
    D POSITION: ὑπέρ may follow its Subst., but then by anastrophe becomes ὕπερ, Il.5.339, Od.19.450, al., S.OT 1444, etc.
    E AS ADV., over-much, above measure,

    ὑπὲρ μὲν ἄγαν E.Med. 627

    (lyr.); also written ὑπεράγαν, Str.3.2.9, Ael.NA3.38, etc.; cf. ὑπέρφευ: as a predicate, διάκονοι Χριστοῦ εἰσι; ὑπὲρ ἐγώ I am more [ than they], 2 Ep.Cor.11.23.
    F IN COMPOS. ὑπέρ signifies over, above, in all relations, e. g.,
    1 of Place, over, beyond, as in ὑπεράνω, ὑπέργειος, ὑπερβαίνω, ὑπερπόντιος.
    2 of doing a thing for or in defence of, as in ὑπερμαχέω, ὑπερασπίζω, ὑπεραλγέω.
    3 above measure, as in ὑπερήφανος, ὑπερφίαλος.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπέρ

См. также в других словарях:

  • κατύπερθε — (Α) επίρρ. ιων. τ. βλ. καθύπερθε …   Dictionary of Greek

  • κατύπερθε — καθύπερθε from above ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθύπερθε — και πριν από φωνήεν καθύπερθεν, ιων. τ. κατύπερθε (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. από πάνω προς τα κάτω («δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν», Ομ. Ιλ.) 2. πάνω (α. «κατύπερθε «τῶν ὅπλων τοῡ τόνου», Ηρόδ. β. «καθύπερθε Χίου» προς Βορράν τής Χίου, Ομ. Οδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • επιφορώ — ἐπιφορῶ, έω (AM) επισωρεύω («κατύπερθε δὲ ἐπιπολῆς τῶν ξύλων χοῡν γῆς ἐπεφόρησε», Ηρόδ.) αρχ. 1. φέρω, προσφέρω 2. συλλαμβάνω ή έχω στην κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φορώ, επαναληπτικό, εμφατικό παράγωγο τού φέρω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»