Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κατσουφιασμένος

См. также в других словарях:

  • μουτρώνω — [μούτρο] 1. κατεβάζω τα μούτρα μου, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής από δυσαρέσκεια, κατσουφιάζω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουτρωμένος, η, ο κατσουφιασμένος, χολωμένος εξαιτίας έκδηλης δυσαρέσκειας («μάς ήρθε μουτρωμένος») …   Dictionary of Greek

  • σκουντουφλιάρης — ο, θηλ. σκουντουφλιάρα, Ν άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουντούφλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ζαβολ ιάρης, παραπον ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • σκουντούφλης — ο, θηλ. σκουντούφλα, Ν [σκουντούφλα] 1. αυτός που περπατά απρόσεχτα, με αποτέλεσμα να σκοντάφτει συνεχώς 2. άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, σύνοφρυς 3. μτφ. (για τον καιρό) σκοτεινός, συννεφιασμένος, βαρύς …   Dictionary of Greek

  • συνηρεφής — ές, Α 1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα 2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά 4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές σύσκιος τόπος, ησκιάδα. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • κατσουφιάζω — κατσουφιάζω, κατσούφιασα, κατσουφιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κακόκεφος — η, ο άκεφος, δύσθυμος, κατσουφιασμένος: Διασκέδασεκαι μη δείχνεις κακόκεφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατσουφιάζω — κατσούφιασα, κατσουφιάστηκα, κατσουφιασμένος, σκυθρωπιάζω, χάνω το κέφι μου, σκοτεινιάζω: Τι έχεις και κατσούφιασες έτσι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατσούφης, -φα — και ισσα, ικο σκυθρωπός, θυμωμένος, κατσουφιασμένος: Αυτός ο κατσούφης ποτέ του δε γελάει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»