-
1 мрачный
мрачный σκυθρωπός, κατσουφιασμένος· σκοτεινός (тёмный)* * *σκυθρωπός, κατσουφιασμένος; σκοτεινός ( тёмный) -
2 хмурый
-
3 сумрачный
сумрачныйприл1. μισοσκότεινος, σκοτεινός·2. перен σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιασμένος (о человеке, лице)/ μαύρος (о мыслях и т. п.). -
4 хмурый
[χμούρυΤ] εκ. κατσουφιασμένος, συννεφιασμένος -
5 хмурый
[χμούρυΤ] επ κατσουφιασμένος, συννεφιασμένος -
6 надутый
επ. από μτχ.1. φουσκωμένος, εξογκωμένος, διογκωμένος•-ые жилы руки οι φουσκωμένες φλέβες του χεριού•
-ые почки φουσκωμένα μπουμπούκια.
2. μτφ. κορδωμένος, καμαρωτός υπεροπτικός, περήφανος.3. μτφ. πομπώδης, στομφώδης• παραφουσκωμένος• κομπαστικός.4. πικρόχολος• κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, βαρύθυμος. -
7 невесёлый
επ., βρ:, -всел, -а, -веселоμη χαρούμενος, άθυμος, δύσθυμος, θλιμμένος, άκεφος, κακόκεφος, βαρύθυμος, βαρυκάρδιος, μελαγχολικός• κατηφής, κατσουφιασμένος•-ое лицо μελαγχολικό πρόσωπο•
-ая улыбка θλιμμένο χαμόγελο•
-сел, голову повесил ο βαρύθυμος κρέμασε (έσκυψε) το κεφάλι.
|| άχαρος•-ое занятие άχαρη απασχόληση.
-
8 помятый
επ. από μτχ.τσαλακωμένος. || μτφ. βαρύθυμος, δύσθυμος, κατσουφιασμένος• μαχμουρλής. -
9 сумрачно
επίρ.1. μισοσκότεινα, θαμπά, σύθαμπα.2. απρόσ. ως κατηγ. είναι θαμπά, θαμπώνει, σουρουπώνει.3. μτφ. ως κατηγ. είναι σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιασμένος• θλιμμένος. -
10 сумрачный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. αμαυρός, μουντός, μουχρός, θαμπός• σκοτεινός•-ая погода μουχρός καιρός, βαριοσυννεφια-σμένος.
2. μτφ. σκυθρωπός, κατηφής, κατσουφιασμένος• μελαγχολικός• θλιμμένος.
См. также в других словарях:
μουτρώνω — [μούτρο] 1. κατεβάζω τα μούτρα μου, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής από δυσαρέσκεια, κατσουφιάζω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουτρωμένος, η, ο κατσουφιασμένος, χολωμένος εξαιτίας έκδηλης δυσαρέσκειας («μάς ήρθε μουτρωμένος») … Dictionary of Greek
σκουντουφλιάρης — ο, θηλ. σκουντουφλιάρα, Ν άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουντούφλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ζαβολ ιάρης, παραπον ιάρης)] … Dictionary of Greek
σκουντούφλης — ο, θηλ. σκουντούφλα, Ν [σκουντούφλα] 1. αυτός που περπατά απρόσεχτα, με αποτέλεσμα να σκοντάφτει συνεχώς 2. άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, σύνοφρυς 3. μτφ. (για τον καιρό) σκοτεινός, συννεφιασμένος, βαρύς … Dictionary of Greek
συνηρεφής — ές, Α 1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα 2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά 4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές σύσκιος τόπος, ησκιάδα. επίρρ...… … Dictionary of Greek
κατσουφιάζω — κατσουφιάζω, κατσούφιασα, κατσουφιασμένος βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κακόκεφος — η, ο άκεφος, δύσθυμος, κατσουφιασμένος: Διασκέδασεκαι μη δείχνεις κακόκεφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατσουφιάζω — κατσούφιασα, κατσουφιάστηκα, κατσουφιασμένος, σκυθρωπιάζω, χάνω το κέφι μου, σκοτεινιάζω: Τι έχεις και κατσούφιασες έτσι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατσούφης, -φα — και ισσα, ικο σκυθρωπός, θυμωμένος, κατσουφιασμένος: Αυτός ο κατσούφης ποτέ του δε γελάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)