Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κατοικημένος

См. также в других словарях:

  • ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • ακατοίκητος — η, ο (Α ἀκατοίκητος, ον) [κατοικῶ] αυτός που δεν είναι κατοικημένος νεοελλ. 1. εκείνος που δεν μπορεί να κατοικηθεί, ο ακατάλληλος να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία 2. μτφ. ανήσυχος, άτακτος (άνθρωπος) …   Dictionary of Greek

  • καθίζω — (AM καθίζω, Α ιων. τ. κατίζω) (μτβ.) 1. βάζω κάποιον να καθίσει, δίνω θέση, τοποθετώ (α. «μέ κάθισε δίπλα του» β. «πρίν γ ὅτε δή σ ἐπ ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», Ομ. Ιλ.) 2. (αμτβ.) κάθομαι, παίρνω στάση καθημένου, παίρνω θέση (α. «κάθισε… …   Dictionary of Greek

  • μπιτάδος — μπιτάδος, ουδ. μπιτάδο (Μ) κατοικημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. abitado «κατοικώ»] …   Dictionary of Greek

  • οίκημα — το (ΑΜ οἴκημα) [οικώ] χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῡ», Πίνδ.) 2. δωμάτιο, θάλαμος 3. δωμάτιο… …   Dictionary of Greek

  • οικητός — οἰκητός, ή, όν, θηλ. και ός (Α) [οικώ] 1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ. β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.) 2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ρυθμιστικός — ή, ό / ῥυθμιστικός, ή, όν, ΝΜΑ [ρυθμιστής] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρύθμιση («ρυθμιστικές διατάξεις») 2. αυτός που συντελεί στη ρύθμιση («ρυθμιστικός νόμος») 3. το ουδ. ως ουσ. το ρυθμιστικό το σύνολο τών κανόνων που ρυθμίζουν …   Dictionary of Greek

  • όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …   Dictionary of Greek

  • Αλίφειρα — I Αρχαία πόλη στα σύνορα μεταξύ Τριφυλίας και Αρκαδίας, στα νότια της κοιλάδας του Αλφειού. Ο Άγγλος τοπογράφος Λικ (Leake) είχε επισημάνει τα τείχη που την περιέβαλαν, και ήταν αυτός που τα σχεδίασε πρώτος, αν και με πολλές ατέλειες (1808). Η… …   Dictionary of Greek

  • Αρχάνες — Αρχαία πόλη της Κρήτης, σε απόσταση 15 χλμ. από το σημερινό Ηράκλειο. Οι Α. είναι πανάρχαιος οικισμός. Η αρχική ονομασία ήταν Αχάρνα, από το οποίο προέρχεται το νεότερο. Ο οικισμός ήταν κατοικημένος από τη μινωική εποχή, όπως μαρτυρούν τα… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»