Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κατοικίας

  • 1 жилищный

    жилищный της κατοικίας \жилищныйое строительство η οικοδόμηση κατοικιών \жилищныйые условия οι συνθήκες κατοικίας \жилищный кризис η κρίση κατοικίας
    * * *

    жили́щное строи́тельство — η οικοδόμηση κατοικιών

    жили́щные усло́вия — οι συνθήκες κατοικίας

    жили́щный кри́зис — η κρίση κατοικίας

    Русско-греческий словарь > жилищный

  • 2 жилищный

    жили́щ||ный
    прил τής κατοικίας:
    \жилищныйное строительство ἡ οίκοδόμηση κατοικιών, τό κτίσιμο σπιτιών \жилищныйные условия οἱ συνθήκες κατοικίας· \жилищныйный кризис ἡ κρίση κατοικίας.

    Русско-новогреческий словарь > жилищный

  • 3 новоселье

    новоселье с τα εγκαίνια ( ιδρύματος, κατοικίας, κλπ.)· справлять \новоселье εγκαινιάζω, κάνω τα εγκαίνια· пригласить на \новоселье καλώ στα εγκαίνια
    * * *
    с
    τα εγκαίνια (ιδρύματος, κατοικίας, κλπ.)

    справля́ть новосе́лье — εγκαινιάζω, κάνω τα εγκαίνια

    пригласи́ть на новосе́лье — καλώ στα εγκαίνια

    Русско-греческий словарь > новоселье

  • 4 условие

    условие с о όρος, η συνθήκη (чаще мн.)' жилищные \условиея οι συνθήκες κατοικίας; при \условиеи, с \условиеем με τον όρο· на льготных \условиеях με ευνοϊκούς όρους; ни при каких \условиеях με κανένα τρόπο
    * * *
    с
    ο όρος, η συνθήκη (чаще мн.)

    жили́щные усло́вия — οι συνθήκες κατοικίας

    при усло́вии, с усло́вием — με τον όρο

    на льго́тных усло́виях — με ευνοϊκούς όρους

    ни при каки́х усло́виях — με κανένα τρόπο

    Русско-греческий словарь > условие

  • 5 квартирный

    επ.
    1. του διαμερίσματος, της κατοικίας•

    -ая плата το ενοίκιο•

    квартирный вопрос ζήτημα κατοικίας.

    2. του καταλύματος.
    3. ουσ. πλθ. -не το ενοίκιο (τα χρήματα).

    Большой русско-греческий словарь > квартирный

  • 6 жилплощадь

    1. (помещение для жилья) о χώρος κατοικίας
    το διαμέρισμα
    2. (жилая площадь) η κατοικία σε τετραγωνικά μέτρα
    ο κατοικίσιμος χώρος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жилплощадь

  • 7 жильё

    1. (жилое место) о χώρος κατοικίας 2. см. жилище

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жильё

  • 8 тамбур

    1. ж.-д. η εξέδρα του βαγονιού, ο διάδρομος/η εξέδρα επικοινωνίας των οχημάτων/βαγονιών 2. арх. о σπόνδυλος του κίονα 3. (пристройка у входных дверей, предохраняющая от проникновения в помещение наружного воздуха) о κλειστός χώρος μεταξύ εξωτερικής και εσωτερικής θύρας/πόρτας (του σπιτιού, της κατοικίας), ο χώρος εισόδου, ο προθάλαμος

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тамбур

  • 9 квартирный

    кварти́р||ный
    прил τής κατοικίας:
    \квартирныйная плата см. квартплата.

    Русско-новогреческий словарь > квартирный

  • 10 местожительство

    местожительство
    с ὁ τόπος διαμονής, ὁ τόπος κατοικίας.

    Русско-новогреческий словарь > местожительство

  • 11 новоселье

    новоселье
    с
    1. (новое жилище) ἡ νέα κατοικία, ἡ νέα ἐγκατάστασις, τό νεό-σπιτο·
    2. (празднество) τά ἐγκαίνια νέας κατοικίας:
    справлять \новоселье γιορτάζω τήν ἐγκατάσταση σέ νέα κατοικία

    Русско-новогреческий словарь > новоселье

  • 12 условие

    услов||ие
    с
    1. ὁ ὅρος, ἡ προϋπόθεση/ οἱ συνθήκες (т/с. мн.)\ жилищи́ые \условиеия οἱ συνθήκες κατοικίας· \условиеия труда οἱ συνθήκες τής ἐργασίας· при \условиеии ὑπό τόν ὅρο· при настоящих \условиеиях στίς σημερινές συνθήκες, ὑπό τάς παρούσας συνθήκας· при любых \условиеиях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθήκες· при благоприятных \условиеиях σέ εὐνοϊκές συνθήκες· на льготных \условиеиях μέ εὐνοϊκούς ὅρους·
    2. (договора) ὁ ὅρος:
    \условиеия договора, соглашения οἱ ὅροι τοῦ συμβολαίου· нару́шить \условиеия договора παραβαίνω τους ὅρους τής συμφωνίας.

    Русско-новогреческий словарь > условие

  • 13 устройство

    устро||йство
    с
    1. (действие) ἡ ὀργάνωση [-ις], ἡ τακ-τοποΙηση [-ις]/ ἡ κατασκευή (сооружение, построение):
    он занят \устройствойством квартиры εἶναι ἀπησχολημένος μέ τήν τακτοποίηση τής κατοικίας του·
    2. (оборудование) ἡ ἐγκατάσταση [-ις]/ ὁ μηχανισμός, τό μηχάνημα (механизм):
    регулирующее \устройствойство τό μηχάνημα ρύθμισης· осветительное \устройствойство ἡ φωτιστική ἐγκατάσταση·
    3. (строй) τό σύστημα:
    государственное \устройствойство τό κρατικό σύστημα· общественное \устройствойство τό κοινωνικό σύστημα·
    4. ἡ διαρρύθμιση:
    \устройствойство до́ма ἡ διαρρύθμιση τοῦ σπιτιοό.

    Русско-новогреческий словарь > устройство

  • 14 местожительство

    [μιεσταζυτιλ'στβα] οοσ. ο. τόπος κατοικίας

    Русско-греческий новый словарь > местожительство

  • 15 местожительство

    [μιεσταζυτιλ'στβα] ουσ ο τόπος κατοικίας

    Русско-эллинский словарь > местожительство

  • 16 жилищный

    επ.
    της κατοικίας•

    -ое строительство οικοδόμιση κατοικιών, χτίσιμο σπιτιών•

    жилищный фонт κεφάλαιο (κονδύλιο) οικοδόμισης κατοικιών•

    -ые условия συνθήκες στέγασης•

    жилищный вопрос ζήτημα στέγασης.

    || του οικισμού.

    Большой русско-греческий словарь > жилищный

  • 17 жилое

    επ.
    της κατοικίας, για κατοικία•

    -ое помещение κατοικία, κατοικίσιμος χώρος•

    жилое дом σπίτι, οικία, κατοικία.

    || κατοικούμενος, κατοικημένος•

    эта комната не -ая αυτό το δωμάτιο είναι, ακατοίκητο (ελεύθερο)•

    -ые комнаты κατοικημένα (πιασμένα) δωμάτια.

    Большой русско-греческий словарь > жилое

  • 18 жильё

    ουδ.
    1. κατοικήσιμο μέρος.
    2. κατοικία, σπίτι, οικία•

    в поисках -я για αναζήτηση κατοικίας.

    3. διαμονή.
    4. παλ. όροφος, πάτωμα.

    Большой русско-греческий словарь > жильё

  • 19 неприкосновенность

    θ.
    το απαραβίαστο ασυλία•

    неприкосновенность жилища το απαραβίαστο της κατοικίας•

    дипломатическая неприкосновенность διπλωματική ασυλία.

    Большой русско-греческий словарь > неприкосновенность

  • 20 плата

    θ.
    πληρωμή καταβολή χρημάτων•

    плата долгов πληρωμή των χρεών•

    производить -у κάνω πληρωμή, πληρώνω•

    квартирная плата το νοίκι κατοικίας (διαμερίσματος)•

    арендная -μίσθωση γης•

    плата за вход πληρωμή εισόδου•

    плата за работу πληρωμή εργασίας, τα εργατικά•

    плата за маклерский труд τα μεσιτικά•

    плата за извоз τα αμαξάδικα, τα μεταφορικά•

    плата за нам το ενοίκιο•

    плата за помол τα αλεστικά•

    плата вперд η προκαταβολή•

    поднная плата το ημερομίσθιο, το μεροκάματο.

    || μτφ. ανταπόδοση, αμοιβή, πληρωμή με το ίδιο νόμισμα.

    Большой русско-греческий словарь > плата

См. также в других словарях:

  • κατοικίας — κατοικίᾱς , κατοικία habitation fem acc pl κατοικίᾱς , κατοικία habitation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …   Dictionary of Greek

  • έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του …   Dictionary of Greek

  • αίθριο — Χώρος που βρίσκεται μπροστά από τους εσωτερικούς χώρους μιας κατοικίας ή ενός δημόσιου κτιρίου και τους απομονώνει από την είσοδο. Στις ιδιωτικές κατοικίες το α. έχει κυρίως σκοπό να χωρίζει τους υπόλοιπους χώρους μιας οικίας από το ύπαιθρο. Στα… …   Dictionary of Greek

  • αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»