Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατιθύνω

См. также в других словарях:

  • κατιθύνω — (Α) ιων. και επιτ. τ. τού κατευθύνω* …   Dictionary of Greek

  • κατιθῦναι — κατιθύνω aor inf act κατῑθῦναι , κατιθύνω aor inf act (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιθύνῃ — κατιθύ̱νῃ , κατιθύνω aor subj mid 2nd sg κατιθύ̱νῃ , κατιθύνω aor subj act 3rd sg κατιθύ̱νῃ , κατιθύνω pres subj mp 2nd sg κατιθύ̱νῃ , κατιθύνω pres ind mp 2nd sg κατιθύ̱νῃ , κατιθύνω pres subj act 3rd sg κατῑθύ̱νῃ , κατιθύνω aor subj mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατίθυνον — κατίθῡνον , κατιθύνω aor imperat act 2nd sg κατί̱θῡνον , κατιθύνω aor imperat act 2nd sg (epic ionic) κατί̱θῡνον , κατιθύνω imperf ind act 3rd pl (epic ionic) κατί̱θῡνον , κατιθύνω imperf ind act 1st sg (epic ionic) κατίθῡνον , κατιθύνω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιθύνει — κατιθύ̱νει , κατιθύνω aor subj act 3rd sg (epic) κατιθύ̱νει , κατιθύνω pres ind mp 2nd sg κατιθύ̱νει , κατιθύνω pres ind act 3rd sg κατῑθύ̱νει , κατιθύνω aor subj act 3rd sg (epic ionic) κατῑθύ̱νει , κατιθύνω pres ind mp 2nd sg (epic ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατίθυνεν — κατί̱θῡνεν , κατιθύνω aor ind act 3rd sg (epic ionic) κατί̱θῡνεν , κατιθύνω imperf ind act 3rd sg (epic ionic) κατίθῡνεν , κατιθύνω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κατίθῡνεν , κατιθύνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) κατί̱θῡνεν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιθύνηισι — κατιθύ̱νῃσι , κατιθύνω aor subj act 3rd sg (epic) κατιθύ̱νῃσι , κατιθύνω pres subj act 3rd sg (epic) κατῑθύ̱νῃσι , κατιθύνω aor subj act 3rd sg (epic ionic) κατῑθύ̱νῃσι , κατιθύνω pres subj act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιθύνοντα — κατιθύ̱νοντα , κατιθύνω pres part act neut nom/voc/acc pl κατιθύ̱νοντα , κατιθύνω pres part act masc acc sg κατῑθύ̱νοντα , κατιθύνω pres part act neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κατῑθύ̱νοντα , κατιθύνω pres part act masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιθύναι — κατιθύ̱ναῑ , κατιθύνω aor opt act 3rd sg κατῑθύ̱ναῑ , κατιθύνω aor opt act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιθύνειν — κατιθύ̱νειν , κατιθύνω pres inf act (attic epic) κατῑθύ̱νειν , κατιθύνω pres inf act (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιθύνεσκε — κατιθύ̱νεσκε , κατιθύνω imperf ind act 3rd sg (epic ionic) κατῑθύ̱νεσκε , κατιθύνω imperf ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»