-
1 κατηγορώ
[катигоро] р. обвинять.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κατηγορώ
-
2 обвинять
κατηγορώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обвинять
-
3 обвинять
ρ.δ., παθ. μτχ. ενστ. обвиняемый.1. μ. κατηγορώ, αποδίδω κατηγορία ενοχοποιώ•его -ют несправедливо τον κατηγορούν άδικα•
обвинять в преступлении κατηγορώ για έγκλημα•
взаимно обвинять αντεκαλώ, αντικατηγορώ.
|| διώκω δικαστικά. || μέμφομαι, ψέγω, επικρίνω•обвинять в лицемерии κατηγορώ για υποκρισία.
2. κατηγορώ, μιλώ σαν εισαγγελέας.κατηγορούμαι. -
4 упрекать
упрекатьнесов, упрекнуть сов κατηγορώ, μέμφομαι:\упрекать за что́-л., \упрекать в чем-л. κατηγορώ γιά κάτι· \упрекать кого́-л. в легкомыслии κατηγορώ κάποιον γιά τήν ἐπιπολαιότητα του. -
5 винить
-
6 обвинить
-
7 обличать
-
8 упрекать
-
9 взводить
взводитьнесов1. (поднимать вверх) σηκώνω, ἀνεβάζω:\взводить курок ἀνεβάζω τόν πετεινό τοῦ ὀπλου·2. (приписывать что-л. кому-л.) κατηγορώ ἀδικα:\взводить обвинение на кого́-л. κατηγορώ κάποιον, προσάπτω κατηγορίαν σέ κάποιον. -
10 инкриминирование
η ενοχοποίηση, -ть ενοχοποιώ, κατηγορώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инкриминирование
-
11 бросать
бросатьнесов1. (кидать) ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ ἐξακοντίζω, ἐκτοξεύω (с силой):\бросать взгляд на кого́-л. ρίχνω μιά ματιά; \бросать обвинение κατηγορώ; \бросать тень а) (о деревьях) ρίχνω σκιά(ν), κάνω ίσκιο, б) перен ἀμαυρώνω, δυσφημώ;2. (перебрасывать) στέλνω, στέλλω, ρίχνω, μεταφέρω;3. (оставлять) ἐγκαταλείπω, ἀφήνω, παρατώ:\бросать кого-л. ἐγκαταλείπω κάποιον4. (переставать, прекращать) παύω, διακόπτω:\бросать курить κόβω τό κάπνισμα; \бросать работу παρατώ τή δουλειά; ◊ \бросать якорь ρίχνω ἄγκυρα; \бросать деньги на ветер σκορπίζω λεφτά στόν ἀέρα; \бросать жребий ρίχνω κλήρο. -
12 винить
винитьнесов κατηγορώ, ἐνοχοποιώ, θεωρώ ὑπεύθυνο/ μέμφομαι, κατακρίνω (упрекать):некого в этом \винить γι ' αὐτό δέν φταίει κανένας. -
13 возводить
возводитьнесов1. (строить) ἀνεγείρω, οίκοδομῶ·2. (в сан, в должность) ἀπονέμω τίτλο, προάγω, προβιβάζω·3. мат ὑψώνω· ◊ \возводить обвинение на кого-л. κατηγορώ κάποιον, προσάπτω κα-τηγορία[ν]· \возводить в принцип κάνω κανόνα, ἀνάγω σέ ἀξίωμά \возводить на престол ἐνθρονίζω, βάζω στό θρόνο. -
14 выдвигать
выдвигатьнесов1. (вперед, на середину) προωθώ, φέρνω μπροστά, βγάζω μπροστά·2. (ящик, задвижку) τραβώ, σύρω·3. перен φέρνω, προσάγω, παρουσιάζω, προβάλλω/ προτείνω, ὑποβάλλω (предлагать)/ ὑποβάλλω, ἀναδείχνω (кандидатуру):\выдвигать доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις· \выдвигать обвинение προβάλλω κατηγορία, κατηγορώ· \выдвигать довод προβάλλω τό ἐπιχείρημα· \выдвигать на первый план προωθώ, προβάλλω, βάζω στήν πρώτη θέση· \выдвигать предложение κάνω πρόταση· \выдвигать вопрос προβάλλω ζήτημα·4. (на должность) προτείνω, ἀναδείχνω. -
15 инкриминировать
инкриминироватьсов и несов ἐνοχοποιώ, κατηγορώ γιά ἔγκλημα. -
16 обвинение
обвинениес1. ἡ κατηγορία, ἡ ἐνο-χοποίηση [-ις], ἡ καταγγελία:возводить на кого́-л. \обвинение в чем-л. κατηγορώ κάποιον γιά κάτι· предъявлять \обвинение кому-л. καταγγέλλω κάποιον2. юр. (обвиняющая сторона в процессе) ὁ κατήγορος:свидетели \обвинениеения οἱ μάρτυρες (τής) κατηγορίας. -
17 обвинениеять
обвинение||ятьнесов κατηγορώ, καταγγέλλω. -
18 охаивать
охаиватьнесов разг κατηγορώ, συκοφαντώ, κακολογώ.. -
19 пенять
пен||ятьнесов μέμφομαι, κατηγορώ:\пенятьяй на себя τᾶθελες καί τἄπαθες. -
20 попрекать
попрекатьнесов, попрекнуть сов разг μέμφομαι, μαλώνω, κατηγορώ, ἐπι-πλήττω.
См. также в других словарях:
κατηγορώ — κατηγορώ, κατηγόρησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: κατηγορώ : στον απλό προφορικό και λογοτεχνικό λόγο απαντάται και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατηγορώ — και κατηγοράω κατηγόρησα, κατηγορήθηκα, κατηγορημένος 1. διατυπώνω κατηγορία εναντίον κάποιου: Τον κατηγόρησαν ότι ήταν προδότης. 2. καταγγέλλω κάποιον για αξιόποινη πράξη: Τον κατηγόρησανγια φόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηγορώ — και κατηγοράω (AM κατηγορῶ, έω) [κατήγορος] 1. προσάπτω κατηγορία σε κάποιον, φέρνω κάποιον σε δικαστήριο, διώκω κάποιον δικαστικώς, ενοχοποιώ (α. «τόν κατηγόρησαν για απάτη» β. «κατηγορείται για φόνο» γ. «κατηγορῶ μὲν οὖν αὐτῶν ὅτι μετέπεισαν… … Dictionary of Greek
κατηγορῶ — κατηγορέω speak against pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres ind act 1st sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres subj act 1st sg (attic epic doric) κατηγορέω speak against pres ind act 1st sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηγόρῳ — κατήγορος accuser masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐ κάτοισθ’, ὅθ’ οὕνεκα ξυνηγορεῖς σιγῶσα τῷ κατηγόρῳ;… — См. Молчание знак согласия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
αυτοκατηγορούμαι — κατηγορώ εγώ ο ίδιος τον εαυτό μου … Dictionary of Greek
μέμφομαι — κατηγορώ, ψέγω, κατακρίνω: Τον μέμφεται για την ανευθυνότητά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατηγόρωι — κατηγόρῳ , κατήγορος accuser masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφέρω — (AM ἐπιφέρω) νεοελλ. 1. επενεργώ, επιδρώ για δεύτερη φορά («θα επιφέρουμε τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο») 2. αναφέρω συμπληρωματικά, επιλέγω, προσθέτω («επιφέρει παραδείγματα που ενισχύουν τους ισχυρισμούς του») 3. (για επιστολή) μεταφέρω… … Dictionary of Greek
προκατηγορώ — έω, Α [κατηγορῶ] 1. απαγγέλλω εκ τών προτέρων κατηγορία εναντίον κάποιου για κάτι που πρόκειται να διαπράξει, κατηγορώ εκ τών προτέρων 2. κατηγορώ προηγουμένως, πριν από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα 3. είμαι ο πρώτος κατήγορος κάποιου 4. (το ουδ … Dictionary of Greek