-
1 категорически
категорически κατηγορηματικά \категорически отказываться (заявлять) αρνούμαι ( δηλώνω) κατηγορηματικά* * *категори́чески отка́зываться (заявля́ть) — αρνούμαι (δηλώνω) κατηγορηματικά
-
2 решительно
реши́тельн||онареч1. (смело, твердо)2. ἀποφασιστικά [-ῶς] / κατηγορηματικά (категорически):он \решительно против этого (αυτός) ἀντιτίθεται (или ἐναντιώνεται) κατηγορηματικά· \решительно отказать ἀρνούμαι κατηγορηματικά·2. (абсолютно) ἀπολύτως, ἐντελώς:он \решительно ничего не делает δέν κάνει ἀπολύτως τίποτε· мне \решительно все равно μοδ εἶναι ἐντελώς ἀδιάφορο. -
3 наотрез
-
4 наотрез
наотрезнареч ρητώς, κατηγορηματικά, νέττα σκέττα:отказаться \наотрез ἀρνιέμαι κατηγορηματικά. -
5 категорически
επίρ.κατηγορηματικά•категорически оказываюсь αρνούμαι κατηγορηματικά.
-
6 наотрез
επίρ.κατηγορηματικά, ρητά•отказаться наотрез αρνούμαι κατηγορηματικά.
-
7 отказ
отказм1. ἡ ἄρνηση [-ις]:получать \отказ παίρνω ἀρνητική ἀπάντηση· отвечать решительным \отказом ἀρνοῦμαι κατηγορηματικά·2. (от чего-л.) ἡ παραίτηση, ή -
8 решительный
реши́тельн||ыйприл в разы, знач. ἀποφασιστικός:\решительныйый тон ὁ ἀποφασιστικός τόνος· \решительныйый отпор ἡ ἀποφασιστική ἀντίσταση· \решительныйый ответ ἡ κατηγορηματική ἀπάντηση· \решительныйые меры τά ἀποφασιστικά μέτρα· \решительныйым образом κατηγορηματικά· \решительныйый бой ἡ ἀποφασιστική μάχη· \решительныйый момент ἡ ἀποφασιστική στιγμή· \решительныйый человек ἀποφασιστικός ἀνθρωπος. -
9 категорически
[κατιγκαρίτσισκι] επίρ. κατηγορηματικά -
10 наотрез
[ναατριές] εκίρ. κατηγορηματικά, ρητώς -
11 категорически
[κατιγκαρίτσισκι] επίρ κατηγορηματικά -
12 наотрез
[ναατριές] επίρ κατηγορηματικά, ρητώς -
13 накрепко
επίρ.1. πολΰ γερά, στέρεα, σφιχτά.2. αυστηρά, κατηγορηματικά, αποφασιστικά•это накрепко запрещено αυτό αυστηρά απαγορεύεται.
-
14 отпечатать
ρ.σ.μ.1. (εκ)τυπώνω, τυπογραφώ. || δακτυλογραφώ. || φωτοτυπώνω (στο χαρτί).2. τελειώνω την εκτύπωση.3. αποσφραγίζω, αφαιρώ το σφράγισμα, ανοίγω•отпечатать комнату ανοίγω (αποσφραγίζω) το δωμάτιο.
4. αφήνω αποτυπώματα•отпечатать пальцы на стекло αποτυπώνω τα δάχτυλα στο γυαλί•
отпечатать следы на песке αφήνω ίχνη πάνω στον άμμο.
5. μτφ. λέγω απερίφραστα, κατηγορηματικά, ρητώς.αποτυπώνομαι, αφήνω αποτυπώματα, ίχνη. || μτφ. απεικονίζομαι, παρασταίνομαι, φαίνομαι. || μτφ. βλ. запечатлеться. -
15 отрезать
отрезать 1-жу, -жешьρ.σ.μ.1. αποκόπτω, εκτέμνω, κόβω•отрезать кусок хлеба κόβω ένα κομμάτι ψωμί.
|| κόβω με το πριόνι, πριονίζω•отрезать доску κόβω τη σανίδα με το πριόνι.
2. παραχωρώ κομμάτι γης δίνω ως κλήρο.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι, χάνω τη σύνδεση, επαφή.4. μτφ. φράζω, εμποδίζω, κόβω•отрезать пути отступления κόβω τους δρόμους υποχώρησης•
все дороги отрезаны όλοι οι δρόμοι κόπηκαν.
5. απαντώ απότομα, διακόπτω, αντικόβω.εκφρ.как ножом отрезать – λέγω κατηγορηματικά και αμετάκλητα, κόβω με το μαχαίρι•как (ножом) -ло – κόπηκε οριστικά, μια και καλή•- занный ломоть – ξεκομμένος από την οικογένεια ή την κολλεχτίβα.αποκόπτομαι, κόβομαι.отрезать 2ρ.δ.βλ. отрезать.1. αποκόπτομαι, αποκόβομαι, αποτέμνομαι. || πριονίζομαι, κόβομαι με το πριόνι.2. (για γη) κόβομαι, χωρίζομαι σε τεμάχια.3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι, χάνω τη σύνδεση,την επαφή.4. φράζομαι, κόβομαι, εμποδίζομαι. -
16 слышать
-шу, -шишьρ.δ.1. ακούω•слышать стук ακούω το χτύπο•
слышать крик ακούω την κραυγή•
я плохо -шу δεν ακούω καλά.
2. πληροφορούμαι, μαθαίνω, ακούω.3. αισθάνομαι καταλαβαίνω•слышать запах αισθάνομαι τη μυρουδιά.
|| οσφραίνομαι, μυρίζω•собака -шит дичь το σκυλί • οσφραίνεται το θήραμα.
εκφρ.ног (или земли) под собой не слышать – (απλ.)• α) πηλαλώ, τρέχω με αστραπιαία ταχύτητα, βγάζουν φωτιές τα πόδια μου, δεν πατώ καταγής, β) κουράζομαι υπερβολικά, μου κόβονται τα πόδια•не слыша ног (бежать) – τρέχω με μεγάλη ταχύτητα• (и) -шать не хочет ούτε ν' ακούσει δε θέλει (αρνείται κατηγορηματικά).1. ακούομαι•-ится шум ακούεται θόρυβος.
2. αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι•-ится запах υπάρχει κάποια μυρουδιά, μυρίζει κάτι.
См. также в других словарях:
Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… … Dictionary of Greek
απερίφραστος — η, ο (Μ ἀπερίφραστος, ον) αυτός που διατυπώνεται ρητά και κατηγορηματικά, χωρίς περιφράσεις ή περιστροφές … Dictionary of Greek
διαρρήδην — (Α διαρρήδην) επίρρ. ρητά, κατηγορηματικά, απερίφραστα … Dictionary of Greek
κατηγορηματικός — ή, ό [κατηγόρημα] 1. αυτός που διατυπώνεται σαφώς και απεριφράστως, ρητός, οριστικός και ανεπιφύλακτος («η απάντηση ήταν κατηγορηματική») 2. αυτός που έχει θέση κατηγορουμένου 3. φρ. α) «κατηγορηματική μετοχή» η μετοχή η οποία λειτουργεί ως… … Dictionary of Greek
κατηγορουμένως — (Α) επίρρ. κατηγορηματικά, απερίφραστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. κατηγορούμενος τού ρ. κατηγοροῦμαι] … Dictionary of Greek
νωπογραφία — Τοιχογραφία εκτελεσμένη με χρώματα διαλυτά στο νερό, που τοποθετούνται επάνω στο κονίαμα του τοίχου όσο ακόμα είναι νωπό. Ονομάζεται και φρέσκο. Η τεχνική της είναι διαφορετική από την τεχνική της τέμπερας ή της εγκαυστικής. Η παλέτα της είναι… … Dictionary of Greek
πυρρωνισμός — ο, Ν (φιλοσ.) η γνωσιολογική θεωρία τού Πύρρωνος που αρνείται κατηγορηματικά τη δυνατότητα κάθε γνώσης, υποστηρίζοντας την άποψη ότι στην πραγματικότητα που μας περιβάλλει δεν υπάρχει ούτε αλήθεια ούτε ψέμα και ότι όλα τα πράγματα είναι ίσα και… … Dictionary of Greek
ρητός — ή, ό / ῥητός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει λεχθεί 2. ορισμένος, σαφής, κατηγορηματικός (α. «η πρότασή του ήταν ρητή» β. «ῥητὴ ἀπόκρισις», Πολ.) 3. αυτός που μπορεί να λεχθεί χωρίς επιφύλαξη, σε αντιδιαστολή προς τον άρρητο («δεινὸν γάρ, οὐδὸ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek