-
1 κατελέγχω
κατελέγχω (always negatived, in litotes.)1 belie, dishonourἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε Αἴγιναν πάτραν O. 8.19
Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει I. 3.14
τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ I. 8.65
-
2 κατελέγχω
A convict of falsehood, belie, , cf. Tyrt.10.9 (tm.);ἔργῳ οὐ κατ' εἶδος ἐλέγχων Pi. O.8.19
:—[voice] Pass., .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατελέγχω
-
3 κατελέγξαι
κατελέγχωconvict of falsehood: aor inf actκατελέγξαῑ, κατελέγχωconvict of falsehood: aor opt act 3rd sg -
4 κατελέγξεις
κατελέγχωconvict of falsehood: aor subj act 2nd sg (epic)κατελέγχωconvict of falsehood: fut ind act 2nd sg -
5 κατελέγχει
κατελέγχωconvict of falsehood: pres ind mp 2nd sgκατελέγχωconvict of falsehood: pres ind act 3rd sg -
6 κατελέγχοντα
κατελέγχωconvict of falsehood: pres part act neut nom /voc /acc plκατελέγχωconvict of falsehood: pres part act masc acc sg -
7 κατελεγχθείη
κατελέγχωconvict of falsehood: aor opt pass 3rd sg -
8 κατελεγχθείς
κατελέγχωconvict of falsehood: aor part pass masc nom /voc sg -
9 κατελεγχέτω
κατελέγχωconvict of falsehood: pres imperat act 3rd sg -
10 κατελεγχόμενος
κατελέγχωconvict of falsehood: pres part mp masc nom sg -
11 κατελέγξαντας
κατελέγχωconvict of falsehood: aor part act masc acc pl -
12 κατελέγχειν
κατελέγχωconvict of falsehood: pres inf act (attic epic) -
13 κατελέγχεις
κατελέγχωconvict of falsehood: pres ind act 2nd sg -
14 κατελέγχεσθαι
κατελέγχωconvict of falsehood: pres inf mp -
15 κατελέγχων
κατελέγχωconvict of falsehood: pres part act masc nom sg -
16 κατήλεγξαν
κατελέγχωconvict of falsehood: aor ind act 3rd pl -
17 κατελέγξη
κατελέγχωconvict of falsehood: aor subj mid 2nd sgκατελέγχωconvict of falsehood: aor subj act 3rd sgκατελέγχωconvict of falsehood: fut ind mid 2nd sg -
18 κατελέγξῃ
κατελέγχωconvict of falsehood: aor subj mid 2nd sgκατελέγχωconvict of falsehood: aor subj act 3rd sgκατελέγχωconvict of falsehood: fut ind mid 2nd sg -
19 ἐλέγχω
1 put to shameΠυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι P. 11.49
in tmesis, κατὰ εἶδος ἐλέγχων (v. κατελέγχω) O. 8.19
См. также в других словарях:
κατελέγχω — (Α) 1. αποδεικνύω κάτι ως ψεύτικο, διαψεύδω («σὲ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος» η μορφή σου να μη διαψεύδει καθόλου τον εσωτερικό σου κόσμο, Ησίοδ.) 2. ατιμάζω, καταισχύνω («ἀνδρὼν δ ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγ χει», Πίνδ.) 3. προδίδω, φανερώνω… … Dictionary of Greek
κατελέγξῃ — κατελέγχω convict of falsehood aor subj mid 2nd sg κατελέγχω convict of falsehood aor subj act 3rd sg κατελέγχω convict of falsehood fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελέγξαι — κατελέγχω convict of falsehood aor inf act κατελέγξαῑ , κατελέγχω convict of falsehood aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελέγξεις — κατελέγχω convict of falsehood aor subj act 2nd sg (epic) κατελέγχω convict of falsehood fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελέγχει — κατελέγχω convict of falsehood pres ind mp 2nd sg κατελέγχω convict of falsehood pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελέγχοντα — κατελέγχω convict of falsehood pres part act neut nom/voc/acc pl κατελέγχω convict of falsehood pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελεγχθείη — κατελέγχω convict of falsehood aor opt pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελεγχθείς — κατελέγχω convict of falsehood aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελεγχέτω — κατελέγχω convict of falsehood pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελεγχόμενος — κατελέγχω convict of falsehood pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελέγξαντας — κατελέγχω convict of falsehood aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)