-
1 κατα-ψεκάζω
κατα-ψεκάζω, beträufeln, benetzen; ἐξ οὐρανοῦ κἀπὸ γῆς δρόσοι κατεψέκαζον Aesch. Ag. 547; φαρμάκῳ Plut. Alex. 35.
-
2 καταψεκάζω
κατα-ψεκάζω, beträufeln, benetzen -
3 καταψεκαζω
атт. καταψακάζω обрызгивать, окроплять, увлажнять(φαρμάκῳ Plut.; λειμώνιαι δρόσοι κατεψάκαζον, sc. Ἀχαιούς Aesch.)
-
4 взбрызнуть
-ну, -нешь ρ.σ.μ.1. ραντίζω, ραίνω, ψεκάζω•взбрызнуть цветы ραντίζω τα λουλούδια.
2. βρέχω, πίνω, κερνώ•взбрызнуть новое пальто βρέχω το καινούργιο πανωφόρι.
ραντίζομαι, πέφτω κατά μικρές σταγόνες. -
5 спрыснуть
ρ.σ.μ.1. ραντίζω, ραίνω, ψεκάζω• μουσκεύω, (κατα)βρέχω.2. μτφ. βρέχω, πίνω• κερνώ (για επιτυχία, ψών ι, κ.τ.τ.).ραντίζομαι, ραίνομαι•спрыснуть духами ραντίζομαι με αρώματα.
См. также в других словарях:
ψακάς — και ιων. και μτγν. τ. ψεκάς, άδος, ἡ, Α 1. μικρό τεμαχίδιο που έχει προέλθει από λειοτρίβηση, κόκκος 2. (για υγρά) μικρή σταγόνα 3. (με περιλπτ. σημ.) ψιλή βροχή, ψιχάλα 4. (γενικά) βροχή 5. (στον Αριστοφ.) κωμικός χαρακτηρισμός ανθρώπου από τον… … Dictionary of Greek
ραντίζω — ραντίζω, ΝΜΑ [ῥαντός] βρέχω με ρανίδες, με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού, ραίνω, κυρίως για αγιασμό ή καθαρμό (α. «ῥαντιεῑς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι», ΠΔ β. «τὸ αἷμα ταύρων... ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει...», ΚΔ) νεοελλ. ψεκάζω… … Dictionary of Greek