-
1 κατα-στυγέω
κατα-στυγέω (s. στυγέω), vor Etwas zurückschaudern, erschrecken; κατὰ δ' ἔστυγον αὐτήν Od. 10, 113, κατέστυγε μῦϑον ἀκούσας Il. 17, 694; ὁ δὲ δόρπα κατέστυγεν Nic. Al. 476; κατεστυγημένος, von VLL. μεμισημένος erkl. – Nach E. M. 731, 27 hat der aor. I. κατέστυξα sowohl trans. Bdtg, ἐφόβησαν, als intrans., ἐφοβήϑησαν, die regelmäßige Form κατεστύγησα bei Sp.
-
2 καταστυγέω
κατα-στυγέω, vor etwas zurückschaudern, erschrecken
См. также в других словарях:
Στύμφαλος — Πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα επειδή είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία της Τροίας. Βρισκόταν σε στρατηγική θέση, στο δρόμο που οδηγούσε προς την Αργολίδα και Σικυωνία, και ήταν έδρα λατρείας της Ήρας. Ο… … Dictionary of Greek