-
1 κατασκοπη
ἥ осмотр, наблюдение, разведкаπέμπειν κατασκοπῆς ἕνεκα или ἐπὴ κατασκοπῇ Xen., тж. εἰς κατασκοπήν Soph. и ἐπὴ τέν κατασκοπήν Polyb. — посылать для наблюдения или разведки;
οἱ πρέσβεις ἦλθον αὐτοῖς εἰς τέν κατασκοπέν τῶν χρημάτων Thuc. — (афинские) послы прибыли к ним для осмотра (их) богатств;κατασκοπαῖς χρᾶσθαι Thuc. — организовывать разведку;κατασκοπέν ὑποστῆναι Plut. — отправиться на разведку
См. также в других словарях:
προσκοπή — (I) ἡ, Α κατασκόπευση που ενεργείται εκ τών προτέρων («ἐπὶ Καρίας ἐς προσκοπὴν τῶν Φοινισσῶν νεῶν οἰχόμεναι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + σκοπή (< σκοπή < σκέπτομαι), πρβλ. κατα σκοπή]. (II) ἡ, Α [προσκόπτω] 1. δυσαρέσκεια, απέχθεια 2.… … Dictionary of Greek
περισκοπή — ἡ, Μ τόπος από τον οποίο μπορεί κανείς να παρατηρεί γύρω γύρω, να περισκοπεί, ψηλό μέρος, σκοπιά («ὁρᾷ ἐξ ἀπόπτου τινός περισκοπῆς», Θεοφύλ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκοπή «τόπος υψηλός απ όπου κατασκοπεύει κανείς» (< σκέπτομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek
κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek