Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατα-σκευάζω

См. также в других словарях:

  • μετασκευάζω — (Α μετασκευάζω) μεταβάλλω την κατασκευή ή τη μορφή, μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, μεταποιώ αρχ. 1. μεταβαίνω, πηγαίνω κάπου, μετατοπίζομαι 2. (το μέσ.) μετασκευάζομαι i) ανταλλάσσω τη στολή ή τον οπλισμό μου με τη στολή ή τον οπλισμό κάποιου άλλου… …   Dictionary of Greek

  • υποσκευάζω — Α παρασκευάζω κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκευάζω «ετοιμάζω, εφοδιάζω» (< σκεῦος), πρβλ. κατα σκευάζω] …   Dictionary of Greek

  • ευκατασκεύαστος — εὐκατασκεύαστος, ον (Α) 1. αυτός που κατασκευάζεται εύκολα 2. ο κατασκευασμένος καλά, ο καλοφτιαγμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα σκευαστός (< κατα σκευάζω)] …   Dictionary of Greek

  • σκευώ — όω, Α [σκεῡος] (κατά τον Ησύχ.) «σκευάζω» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»