-
1 καταρραινω
струить, поливатьτὸ ἔλαιον καταρραινόμενον Sext. — налитое масло;
ἐλοίῳ καταρραινόμενος Plut. — политый маслом
См. также в других словарях:
παραρραίνω — Α ραντίζω κάτι από τα πλάγια καθώς προχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥαίνω (πρβλ. κατα ρραίνω)] … Dictionary of Greek