Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

κατα-νυστάζω

  • 1 κατα-νυστάζω

    κατα-νυστάζω (s. νυστάζω, κατανυστάξαι Poll. 2, 67), einnicken, einschlafen, Alexis bei Ath. I, 34 d; – einschläfern, Ael. H. A. 14, 20.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > κατα-νυστάζω

  • 2 κατανυστάζω

    κατα-νυστάζω, einnicken, einschlafen; einschläfern

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > κατανυστάζω

  • 3 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 4 νεύω

    Grammatical information: v.
    Meaning: `nod, beckon, bend forward, grant'.
    Other forms: Aor. νεῦσαι, fut. νεύσω, - νεύσομαι (Il.), perf. νένευκα (E.) - νένευμαι (Ph.),
    Compounds: Often with prefix, e.g. ἀνα-, ἐπι-, κατα-.
    Derivatives: ( ἔκ-, ἀνά- etc.)- νεῦσις f. `nodding, bending' (Pl., LXX), νεῦμα n., also with ἐπι-, ἐν-, συν -, `nod' (A., Th., X.) with νευμάτιον (Arr.); νευστικός `bending' (Ph.). Expressive enlargement νευστάζω, rarely w. ἐπι-, `nod, beckon' (Il.); cf. βαστάζω, ῥυστάζω a.o. (Schwyzer 706, Chantraine Gramm. hom. 1, 338, Bechtel Lex. 234).
    Origin: IE [Indo-European] [767] * neu- `nod, beckon'
    Etymology: The retained diphthong in νεύω as well as νευστάζω points to an orig. *νεύσω (*νεύσι̯ω?), cf. a.o. γεύομαι and εὕω (s. vv.); the late forms νένευκα, - νένευμαι are of course based on νεύω. Except the - σ-, νεύω agrees with Lat. ab-, ad-nuō \< *-neu̯ō with the same meaning (to which the simplex nuō in gramm.). νεῦμα agrees with Lat. nūmen (\< * neu(s)-mn̥) prop. `nod', `godly governing etc.'; they are however easily understandable as independent innovations. -- Far remain however both Skt. návate `go, move (oneself)' (not quite certain; Mayrhofer s.v.) and Slav., e.g. Russ. núritь `bow the head' (s. Vasmer s.v.). -- WP. 2, 323 f, Pok. 767, W.-Hofmann s. nuō. Cf. νύσσω and νυστάζω.
    Page in Frisk: 2,

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > νεύω

См. также в других словарях:

  • νυσταγμός — ο (ΑΜ νυσταγμός) διάθεση για ύπνο, νύστα νεοελλ. ιατρ. ακούσιες σύντομες ταλαντωσικές κινήσεις τών οφθαλμών οι οποίες γίνονται ταχύτατα και κατά οριζόντια ή κατακόρυφη διεύθυνση ή κατά περιστροφική έννοια μσν. μτφ. νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… …   Dictionary of Greek

  • νυσταλωπιάν — νυσταλωπιᾱν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νυστάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. νυστάζω προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες] …   Dictionary of Greek

  • πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» …   Dictionary of Greek

  • σαλεύω — ΝΜΑ, και, κυρίως στον Ερωτόκρ., σαλεύγω Ν [σάλος] 1. (μτβ.) α) κινώ κάτι εδώ κι εκεί, σείω, κουνώ (α. «τα κύματα σαλεύουν την βάρκα» β. «σαλεύει τρικυμιᾳ πέδον», Λυκόφρ.) β) τραντάζω («καὶ σαλεύσει αὐτοὺς ἐκ θεμελίων», Σοφ.) 2. (αμτβ.) κινούμαι… …   Dictionary of Greek

  • υπνώω — Α νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὑπνώω παράγεται από την λ. ὕπνος και έχει σχηματιστεί, κατά μία άποψη, με έκταση από έναν τ. ενεστ. *ὑπνάω, ῶ, ενώ, κατ άλλη άποψη, αναλογικά προς τον τ. ἱδρώω] …   Dictionary of Greek

  • ωλιγγιώ — άω, Α (κατά τον Ησύχ.) «νυστάζω». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλίγγη «νύστα» + κατάλ. ιάω, ιῶ (πρβλ. ἰλιγγ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»