-
1 κατα-κομίζω
κατα-κομίζω, herab-, herunterbringen, bes. aus der Mitte des Landes nach der Küste hin; σῖτον τῷ στρατεύματι Thuc. 6, 88; παῖδας καὶ γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν κατακομίζειν Dem. 19, 125, vgl. 18, 38; Lycurg. 16 setzt εἰς τὰ τείχη hinzu, also in die Stadt schaffen, wie D. Sic. τὰ ἀπὸ τῆς χώρας εἰς τὴν πόλιν, 12, 39; bes. von Waaren, sie verführen, Strab. XI, 498; κέραμον πανταχόϑεν, einführen, Ath. XI, 784 c. Auch ναῦν ἐκεῖσε, das Schiff dorthin bringen, dort anlanden, Ἀϑήναζε, zurückbringen, Dem. 56, 27. – Med. für sich hinschaffen, ὡραῖα πλοἴοις κατεκομίζοντο Plat. Critia. 118 e.
-
2 συγ-κατα-κομίζω
συγ-κατα-κομίζω, mit herab- od. herunterführen, -bringen, D. Hal. 7, 12.
-
3 κατακομίζω
κατα-κομίζω, herab-, herunterbringen, bes. aus der Mitte des Landes nach der Küste hin; εἰς τὰ τείχη hinzu, also in die Stadt schaffen; bes. von Waren: sie verführen; κέραμον πανταχόϑεν, einführen; ναῦν ἐκεῖσε, das Schiff dorthin bringen, dort anlanden, Ἀϑήναζε, zurückbringen; sich hinschaffen -
4 κατακομιζω
1) доставлять (к побережью), вывозить(σῖτον τῷ στρατεύματι Thuc.; ἁμάξας μεγάλας κρόκου Arst.; τα ἀπὸ τῆς χώρας εἰς τέν πόλιν Diod.; παῖδας και γυναῖκας ἐκ τῶν ἀγρῶν Dem.; ἐπὴ θάλασσάν τι Plut.)
; med. привозить себе(ὡραῖα πλοίοις Plat.)
2) доставлять в порт, приводить(ναῦν ἐκεῖσε или Ἀθήναζε Dem.; τριήρεις Aeschin.)
-
5 συγκατακομίζω
συγ-κατα-κομίζω, mit herab- od. herunterführen, -bringen -
6 κομέω
Grammatical information: v.Meaning: `care' (Il.),Other forms: Ipf. κομέεσκον, only present-stem ἀμφι-κομέω (AP); κομίζω, - ομαι, aor. κομισ(σ)αι, - ασθαι, Dor. (Pi.) κομίξαι, pass. κομισθῆναι, fut. κομιῶ, - οῦμαι (ο 546; Schwyzer 785, Chantraine Gramm. hom. 1, 451), hell. κομίσω, - ίσομαι,Compounds: very often with prefix, e. g. ἀνα-, ἀπο-, εἰσ-, ἐκ-, κατα-, παρα-, συν-, `care, attend, look after, loot, save, fetch, bring, transport' (Il.).Derivatives: ( ἀνα-, ἀπο- etc.) κομιδή `care, loot, saving, supply, escape' (Il.; cf. Porzig Satzinhalte 189f.); dat. κομιδῃ̃ as adv. `exact, definitely, completely' (IA.); κομιστήρ, - τής `who cares, provides' (E.; Fraenkel Nom. ag. 2, 14; 18; 35) with κομίστρια f. (AB, Orph.); κόμιστρα (- ον sg.) `reward for saving, promotion' (trag., inscr.); κομιστικός `for care, fit for carrying' (IA.); ἐκ-κομισμός `export, burial' (Str., Phld.), μετα-κόμισις, εἰσ-κόμισμα a. o. (sch., Gloss.). - As 2. member in several compounds - κόμος, e. g. εἰρο-κόμος `working wool, woolspinster' (Γ 387, AP), ἱπποκόμος `who cares for horses, groom' (IA.). - On the development of the meaning of κομίζω and derivv. Wackernagel Unt. 219f., Hoekstra Mnem. 4: 3, 103f.Origin: IE [Indo-European] [557] *ḱemh₁- `tire (out)'Etymology: Iterative-intensive deverbative to primary κάμνω (like φορέω etc.; Schwyzer 719); w. enlargement κομίζω with backformation κομιδή (Schwyzer 421 n. 3). - With ἱππο-κόμος agrees Hitt. aššuššani- `groom' from Indo-Iran. *aśva-śam(a)-, s. Mayrhofer Sprache 5, 87. Further s. κάμνω.See also:.Page in Frisk: 1,908Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κομέω
-
7 κομιδή
A attendance, care, Hom., etc.; in Il., of care bestowed on horses, 8.186, 23.411; in Od., of care bestowed on men, 8.453, 14.124; also, care bestowed on a garden, , cf. 245: hence dat. κομιδῇ used as Adv. (q.v.).2 provision, supplies,ἐπεὶ οὐ κ. κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός 8.232
.II carriage, conveyance, esp. of supplies and provisions,τῶν ἐπιτηδείων τὴν περὶ τὴν Πελοπόννησον κ. Th.4.27
;ὅθεν ῥᾴδιαι αἱ κ. ὧν προσέδει Id.6.21
, cf. Isoc.11.14, etc.;λίθων IG42(1).103.75
(Epid.); gathering in of harvest, τοῦ καρποῦ, καρπῶν κ., X.Cyr.5.4.25, Arist. Pol. 1335a21;σίτου κ. Plb.5.95.5
.b Medic., removal, extraction,ὀδόντων Sor.2.62
(pl.); ἡ διὰ τομῆς κ. (sc. of stone in bladder) Gal. 1.391.2 (from [voice] Med.) carrying away for oneself, rescue, recovery,κατὰ Ἑλένης κομιδήν Hdt.9.73
; esp. recovery of a debt, D.38.9, Arist. EN 1167b31, Oec. 1349a7;μὴ ἔστω αὐτῷ κ. PHal.1.259
(iii B.C.).3 (from [voice] Pass.) going or coming, ποιεύμενοι ταύτῃ τὴν κ. endeavouring to pass this way, Hdt.6.95; escape, safe return,κομιδῆς πέρι.. αὐτῷ μελήσειν ὥστε ἀσινέας ἀπικέσθαι ἐς τὴν Ἑλλάδα Id.8.19
; οὔτε τις κ. τὸ ὀπίσω φανήσεται ib. 108, cf. 4.134, al.;μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ πρίατο μὲν θανάτοιο κομιδὰν πατρός Pi.P.6.39
, cf. A.R.3.1140, 4.1275. -
8 κομιδή
κομιδή, ἡ (s. κομίζω), 1) Sorge, Wartung, Pflege; οὐ σφῶϊν κομιδὴ παρὰ Νέστορι ἔσσεται, zu Pferden gesagt, ihr werdet nicht gepflegt werden (s. κομέω). Il. 23, 411, wie νῦν μοι τὴν κομιδὴν ἀποτίνετον 8, 186; κομιδῆς κεχρημένοι ἄνδρες ἀλῆται Od. 14, 124, vgl. 8, 453; auch von der Bestellung des Gartens u. der Gartengewächse, 24, 245. 247; ἐπρίατο ϑανάτοιο κομιδὰν πατρός, er erkaufte mit seinem Tode die Erhaltung des Vaters, Pind. P. 6, 39; Sp.; τεκέων, von den Delphinen gesagt, Opp. Cyn. 3, 113. – S. auch κομιδῇ. – 2) Zufuhr, herbeigeschaffter Vorrath von Lebensmitteln; ἐπεὶ οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός Od. 8, 232. – Das Herbeischaffen, Einführen, bes. von Lebensmitteln; ὅϑεν ῥᾴδιαι αἱ κομιδαὶ ἐκ τῆς φιλίας ὧν προςδεῖ Thuc. 6, 21, wie Isocr. 11, 14; καρπῶν, das Einbringen der Feldfrüchte, Xen. Cyr. 5, 4, 24; Pol. 5, 95, 5. – 3) der Rückzug, Her. 4, 134. – Das Wiedererlangen, z. B. des Geliehenen, Arist. Oec. 2, 29, wie Eth. 9, 7.
См. также в других словарях:
ευκατακόμιστος — εὐκατακόμιστος, ον (Α) 1. αυτός που μετακομίζεται, που μεταφέρεται εύκολα 2. εκείνος που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα κομίζω] … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αναμνιάζω — 1. θυμάμαι 2. υπενθυμίζω 3. φροντίζω, ενδιαφέρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμνίζω < ἀνέμνησα, αόρ. τού ρ. ἀναμιμνήσκω κατά το σχήμα κομίζω ἐκόμισα] … Dictionary of Greek
κομιστή — κομιστή, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κομιδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομιστός, ρηματ. επίθ. τού κομίζω] … Dictionary of Greek
μετακομίζω — (ΑM μετακομίζω) [κομίζω] μεταφέρω κάτι από ένα μέρος σε άλλο, διακομίζω (α. «πρέπει να μετακομίσω τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο» β. «ἁρπάσασαι γὰρ τὸ ἄγαλμα αἱ τῆς ἑστίας ἱέρειαι παρθένοι διὰ μέσης τῆς ἱερᾱς ὁδοῡ εἰς τὴν τοῡ βασιλέως αὐλὴν… … Dictionary of Greek
οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
πηλός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. παλός, Α 1. μίγμα αργιλικών, κατά βάση, χωμάτων,ζυμωμένο με νερό μέχρι να γίνει πυκνόρρευστος πολτός, που χρησιμοποιείται για την κατασκευή πήλινων αγγείων, τούβλων, κεραμιδιών κ.ά. αντικειμένων 2. η λάσπη που σχηματίζεται από … Dictionary of Greek
ωθίζω — Α 1. ωθώ, σπρώχνω 2. μέσ. ὠθίζομαι α) συνωστίζομαι β) ορμώ («οὗ δὲ πλείων ὁ κίνδυνος, ὁμόσε χωρεῑν καὶ ὠθίζεσθαι, ἀλλὰ μὴ κατέχεσθαι θράσους», Γρηγ. Ναζ.) γ) μτφ. φιλονικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠθῶ, κατά τα αἰνῶ: αἰνίζομαι, κομῶ: κομίζω] … Dictionary of Greek