Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατα-κολπίζω

См. также в других словарях:

  • κολπίζω — (AM) [κόλπος] μσν. μέσ. κολπίζομαι κρύβω κάτι στον κόρφο μου αρχ. (κατά το λεξ. Σούδα) σχηματίζω πτυχή …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»