Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κατα-κλῐνής

  • 1 κατακλινης

        2
        1) лежащий в постели, т.е. больной
        

    (Polyb. - v. l. κατὰ κλίνην)

        2) наклонный, крутой
        

    (ἀταρπός Anth.)

    Древнегреческо-русский словарь > κατακλινης

  • 2 φυσις

         φύσις
        - εως, редко поэт. εος (ῠ) ἥ
        1) природные свойства, природа, характер
        

    (Αἰγύπτου Her.; ἥ εὐγενές φ. Soph.; αἱ φύσεις τῶν πολιτειῶν Isocr.)

        μορφῆς φ. Aesch. — наружность;
        φύσεως ἰσχύς Thuc. — сила характера;
        φ. τῆς ψυχῆς Xen. — душевные качества;
        ἥ τοῦ αἵματος φ. Arst. — природные свойства крови;
        τῇ φύσει χρώμενος Plut. — следуя (своей) натуре;
        αἱ τοιαῦται φύσεις Soph.подобные натуры (ср. 6)

        2) природа, естество
        

    τῶν πάντων φ. Xen. — вся природа, вселенная;

        φύσει, οὐ νόμῳ Plat. — по природе, а не в силу (человеческого) установления;
        περὴ φύσεως ἄττα διερωτᾶν Plat. — расспрашивать о разных явлениях природы;
        οἱ περὴ φύσεως Arst. — естествоиспытатели;
        φύσει ἦν, ὥσπερ τὸ βαδίζειν Xen. — это было (столь же) естественно, как хождение;
        κατὰ φύσιν Plat. — согласно природе;
        παρὰ φύσιν Thuc. — вопреки природе;
        ὃ φύσιν ἔχει γίνεσθαι Polyb. — что обыкновенно бывает;
        οὐ γὰρ ἔχει φύσιν Plut. — ведь невозможно;
        κῶς φύσιν ἔχει πολλὰς μυριάδας φονεῦσαι ; Her. — как возможно, чтобы (Геракл) перебил (такое) множество людей?

        3) вещество, материал
        

    κλίνης φ. τὸ ξύλον, ἀνδριάντος δ΄ ὅ χαλκός Arst. — вещество ложа - дерево, а статуи - медь

        4) наружный вид, внешность
        

    φύσιν τίν΄ εἶχε ; Soph.какова была его наружность?

        5) род, природа
        

    θνητέ φ. Soph. — род смертных, т.е. человеческий род;

        ἥ τῶν θηλειῶν φ. Xen. — женский пол, женщины;
        πόντου εἰναλία φ. Soph. — животный мир морей;
        ἥ φ. τῶν πεζῶν (sc. ζῷων) Arst.класс наземных животных

        6) создание, творение, существо, тварь
        

    φύσεις καρποφοροῦσαι Diod. — плодоносящие существа, т.е. растения;

        αἱ τοιαῦται φύσεις презр. Isocr., Aeschin.подобные твари (ср. 1)

        7) происхождение, рождение
        

    ἐκ πατρὸς ταὐτοῦ φύσιν ἔκ τε μητρός Soph. (дочь) того же отца и той же матери;

        φύσει νεώτερος Soph. — младший по рождению, т.е. годами;
        ἣ φύσει ἦν βασίλεια Soph. — которая была царственного происхождения;
        ὅ κατὰ φύσιν πατήρ Polyb.родной отец

        8) (иногда описательно, для подчеркивания сущности предмета)
        

    καὴ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ΄ ὀργάνειας Soph. — ведь и самый камень ты мог бы вывести из терпения;

        ἥ ὑγιείας φ. Plat. — самое здоровье, т.е. здоровье как таковое;
        πρὸς αἵματος φύσιν τις Soph. кто-л.близкий по крови

    Древнегреческо-русский словарь > φυσις

См. также в других словарях:

  • θεοκλινής — θεοκλινής, ές (Μ) αυτός που γίνεται με γονυκλισία προς τον θεό («θεοκλινεῑς προσευχαί», Στουδ. θεοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. επι κλινής, κατα κλινής …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • ημιπτεροειδή ή ρυγχωτά — Υπέρταξη υδροβίων και χερσοβίων εντόμων. Τα η. έχουν διάφορες μορφές, μερικές φορές περίεργες, όπως σε μερικά εξωτικά είδη. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν από 12 εκ. –όπως του βελόστομου του μεγάλου της Κεντρικής Αμερικής– μέχρι 1 χιλιοστό ή και… …   Dictionary of Greek

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • καθέλκυση — Το σύνολο των εργασιών με τις οποίες το πλοίο μεταφέρεται από τη ναυπηγική κλίνη στο νερό. Το σκάφος δεν μετακινείται απευθείας πάνω στην κλίνη. Ανάμεσα σε αυτήν και στο σκάφος παρεμβάλλεται το λίκνο, ένα είδος μεγάλου έλκηθρου, του οποίου οι… …   Dictionary of Greek

  • οθόνη — Λευκή επιφάνεια από ύφασμα, καουτσούκ ή από κάποιο πλαστικό υλικό, που χρησιμεύει για την προβολή επάνω της φωτογραφικών ή κινηματογραφικών εικόνων. Οι διαφανείς ο. από αποστιλβωμένο γυαλί ή από πλαστικό υλικό, χρησιμοποιούνται όταν η συσκευή… …   Dictionary of Greek

  • παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… …   Dictionary of Greek

  • ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»