-
1 καταδρομη
ἥ1) набег, нашествие(καταδρομὰς ποιεῖσθαι Thuc.; καταδρομαῖς πορθεῖν χώραν τινά Plut.)
καταδρομῆς γενομένης Lys. — во время набега2) перен. нападение, выпад(ἐπὴ τὸν λόγον τινός Plat.)
κατά τινος πλείστην ποιεῖσθαι καταδρομήν Polyb. — наброситься на кого-л. с резкими нападками
См. также в других словарях:
προσδρομή — ἡ, Α 1. (ως στρατιωτικός ελιγμός) έφοδος («προσδρομὴ πεζῶν», επιγρ.) 2. αιφνιδιαστική επίθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + δρομή (< δρομ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας δρεμ , τής οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα εμφανίζει το απρμφ. αορ. τού τρέχω:… … Dictionary of Greek
ευκατάδρομος — εὐκατάδρομος, ον (Α) αυτός που λεηλατείται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα δρομή] … Dictionary of Greek
συνδρομή — η, ΝΜΑ 1. συρροή, συσσώρευση (α. «συνδρομή δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη συνδρομή τις ἀγαθῶν», Στράβ.) 2. ιατρ. άθροισμα συμπτωμάτων, σύνδρομο νεοελλ. 1. περιοδική χρηματική συνεισφορά που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την ενίσχυση ενός έργου … Dictionary of Greek