-
1 κατα-γράφω
κατα-γράφω, 1) aufschreiben, beschreiben; ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς Eur. Alc. 967; μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον καταγεγραμμένας Plat. Legg. V, 741 c; τὰ ὅρκια Pol. 29, 2, 6; κατέγραφον εἰς τοὺς τοίχους τὸν στίχον 5, 9, 4; νόμους εἰς ἄξονας Plut. Sol. 25. – Bes. in Listen einschreiben, eintragen, στρατιώτας, d. i. Soldaten ausheben, Pol. oft; auch κοινοβούλιον, Pol. 28, 16, 1; ὁμήρους, 29, 2, 6; κατεγράφησαν, οὓς ἔδει ϑνήσκειν, von den Proscriptionen, Plut. Cic. 46; ἀγρούς, Land anweisen, frat. am. 8 E. – Von mathematischen Figuren, beschreiben, Sp., einen Umriß entwerfen, Pausan. 1, 28, 2. – Uebtr., sich vorstellen, Ael. N. A. 7, 11. – 2) zerkratzen, von Hesych. καταξύω erkl.; Her. 3, 108, v. l. καταγνάφω; καταγεγράφϑαι ταῖς ῥυτισι Ael. V. H. 10, 3, öfter; Nonn.
-
2 προς-κατα-γράφω
προς-κατα-γράφω, noch dazu einschreiben, aufnehmen; βουλευτήν, als Rathsherrn, D. Hal. 2, 47; D. Sic.
-
3 συγ-κατα-γράφω
συγ-κατα-γράφω, wie συγγράφω, niederschreiben, Sp.
-
4 ἑγ-κατα-γράφω
ἑγ-κατα-γράφω, darin niederschreiben, Ael. bei Suid.
-
5 παρ-εγ-γράφω
παρ-εγ-γράφω, daneben einschreiben, καὶ τὸ αὑτοῦ ὄνομα, Plat. Legg. VI, 753 c; heimlich oder fälschlich einschreiben, Aesch. 3, 74; bes. in die Bürgerliste, παρεγγραφεὶς αἰσχρῶς πολίτης, 2, 76; vgl. Harpocr. v. διαψήφισις u. Luc. adv. ind. 19; daher ὁ παρεγγεγραμμένος in den VLL. ὁ μὴ ἀστός oder ὁ μὴ κατὰ νόμον τοῖς πολίταις τεταγμένος erklärt wird.
-
6 καταγράφω
κατα-γράφω, (1) aufschreiben, beschreiben. Bes. in Listen einschreiben, eintragen, στρατιώτας, d. i. Soldaten ausheben; κατεγράφησαν, οὓς ἔδει ϑνήσκειν, von den Proscriptionen; ἀγρούς, Land anweisen. Von mathematischen Figuren: beschreiben; einen Umriß entwerfen. Übtr., sich vorstellen. (2) zerkratzen -
7 заносить
заносить Iнесов1. (приносить) φέρνω κάπου, κουβαλὤ2. (болезнь) μεταφέρνω, φέρνω·3. (вносить, записывать) (κατά) γράφω, σημειώνω, καταχωρώ:\заносить в протокол (κατα)γράφω στά πρακτικά· \заносить на доску почета γράφω στον πίνακα τιμής·4. безл:дорогу часто заносит снегом ὁ δρόμος συχνά σκεπάζεται ἀπό χιόνι·5. (поднимать) σηκώνω:\заносить ру́ку σηκώνω τό χέρι· \заносить ногу в стремя βάζω τό πόδι στή σκάλα τής σέλλας.заносить IIсоз. см. занашивать. -
8 καταγραφω
1) расцарапывать, разрывать когтями(τι Her. - v. l. καταγνάφω)
2) начертывать, вырезать, записывать(νόμους εἰς ἄξονας Plut.; μνήμας εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον Plat.; τὰ ὅρκια Polyb.)
3) покрывать письменами, исписывать(τὰς σανίδας Eur.)
4) записывать, вносить в списки, переписывать(τινὰς χορηγούς Arst.; ὁμήρους Polyb.)
κ. στρατιώτας Polyb. — производить набор солдат;κ. ἄνδρας, οὓς ἔδει θνήσκειν Plut. — составлять проскрипционные списки;Σαπφὼ ἐν Μούσαις δεκάτη καταγράφεται Anth. — Сапфо записана десятой в число Муз5) предписывать, назначать(κοινοβούλιον Polyb.)
6) документальным распоряжением передавать(ἀγρούς τινι Plut.)
-
9 note
[nəut] 1. noun1) (a piece of writing to call attention to something: He left me a note about the meeting.) σημείωμα2) ((in plural) ideas for a speech, details from a lecture etc written down in short form: The students took notes on the professor's lecture.) (πληθ.)σημειώσεις3) (a written or mental record: Have you kept a note of his name?) σημείωση4) (a short explanation: There is a note at the bottom of the page about that difficult word.) επεξήγηση5) (a short letter: She wrote a note to her friend.) γραμματάκι6) ((American bill) a piece of paper used as money; a bank-note: a five-dollar note.) χαρτονόμισμα7) (a musical sound: The song ended on a high note.) νότα8) (a written or printed symbol representing a musical note.) νότα9) (an impression or feeling: The conference ended on a note of hope.) νότα2. verb1) ((often with down) to write down: He noted (down) her telephone number in his diary.) σημειώνω,(κατα)γράφω2) (to notice; to be aware of: He noted a change in her behaviour.) παρατηρώ•- notable- notability
- notably
- noted
- notelet
- notebook
- notecase
- notepaper
- noteworthy
- noteworthiness
- take note of -
10 take down
(to make a note or record of: He took down her name and address.) (κατα)γράφω, σημειώνω -
11 write down
(to record in writing: She wrote down every word he said.) (κατα)γράφω, σημειώνω -
12 ἑγκαταγράφω
-
13 προςκαταγράφω
προς-κατα-γράφω, noch dazu einschreiben, aufnehmen; βουλευτήν, als Ratsherrn -
14 συγκαταγράφω
-
15 ὅρκος
ὅρκος, ὁ,A the object by which one swears, as the Styx among the gods,Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος ὅ. δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι θεοῖσι Il. 15.38
, cf. 2.755, Hes.Th. 400, 784, 805, h.Cer. 259, Arist.Metaph. 983b31 ; or as Zeus among mortals, Pi.P.4.167 ; so of things,ὅρκον δ' ἐνοσφίσθης μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν Archil.96
;οἷς ἦν μέγιστος ὅ... κύων, ἔπειτα χήν Cratin.231
, cf. Placit.1.3.8: hence,2 oath, mostly with epith. μέγας, καρτερός, Hom. (v. infr.), etc. ; θεῶν ὅ. an oath by the gods, Od.2.377;μακάρων ὅ. 10.299
, cf. S.OT 647, E.Hipp. 657 ;ὅ. ἐκ θεῶν μέγας A.Ag. 1284
;ὅ. κατὰ τῶν.. ὀφθαλμῶν Aeschin.2.153
; ὅ. πλατύς a firm-based oath, Emp.30.3 ; ὅρκον ὀμόσαι swear an oath,ὄμοσέν τε τελεύτησέν τε τὸν ὅ. Od.2.378
, etc. ; ὅ. ἀπώμνυ ib. 377, cf. 10.381 ;ἐπὶ δ' ὅρκον ὀμεῖται Hes.Op. 194
; ; ὅ. ἐπιορκῆσαι take a false oath, Aeschin.1.115, etc. ; ὅρκου προστεθέντος when an oath is added, S.Fr. 472, cf. El.47 ; δαίμονι τῷ Πλεισθενιδῶν ὅρκους θεμένη having made a sworn compact with.., A.Ag. 1570 (anap.) ;ὅ. ἀλλήλοις ποιοῦνται οἱ μὲν ἔφοροι ὑπὲρ τῆς πόλεως, βασιλεὺς δ' ὑπὲρ ἑαυτοῦ X.Lac.15.7
;ὅρκους συνῆψαν E.Ph. 1241
, etc. ; of the person demanding the oath, ὅ. ἑλέσθαι τινός or τινί take it of him, i.e. make him swear, Od.4.746, Il.22.119 ; ὅρκους ἐπελάσαι and προσάγειν τινί lay oath upon a man, put him on his oath, Hdt.1.146, 6.62,74 ; τὸν ὅ... ἐπάγειν.. Ὀποντίοις readminister the oath, IG9(1).334.12 ([dialect] Locr., v B. C.) ; ὅρκους δοὺς καὶ δεξάμενος after tendering his oath to them and accepting theirs, Hdt.6.23, cf. IG12.52.18, A.Eu. 429, Ar.Ra. 589, D.39.3 and 4 ; soὅρκον διδόναι καὶ λαμβάνειν Arist. Rh. 1377a7
, 8 ; ἀποδοῦναι take it oneself, D.19.318, Aeschin.3.74 ; ἀπολαμβάνειν administer or tender it, D.5.9, 18.25 ; ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε swear to one another, Ar.Lys. 1185, cf. And.1.107 ; ὅρκοις καταλαβὼν τὰ τέλη having bound the authorities by oaths, Th. 4.86 ;ὅρκοις κατειλημμένους Id.1.9
; ὅρκῳ ἐμμένειν abide by it, E. Med. 754 ;ὅ. τηρεῖν Democr.239
;παραβαίνειν E.Fr.286.7
, Ar.Av. 332, D.19.318 ;ἐκβάντι τῶν ὅ. Pl.Smp. 183b
; ; ;ἐμπεδοῦν X.An.3.2.10
: after ὅρκος [tense] aor., [tense] pres., or [tense] fut. inf. may refer to [tense] fut. time,ὤμοσα καρτερὸν ὅ., μὴ.. ἀναφῆναι Od.4.253
; ἐμεῦ δ' ἕλετο μέγαν ὅ., μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν ib. 746 ;ὅρκους ἔδοσαν καὶ ἔλαβον, ἀποδοῦναι.., Ἀθηναίους δὲ μὴ πολεμεῖν.. X.HG1.3.9
: with Preps.,οὐκ αὔτως.., ἀλλὰ σὺν ὅρκῳ Od.14.151
;σὺν θεῶν ὅρκῳ X.Cyr.2.3.12
; εἶπαι ἐπ' ὅρκου say on oath, Hdt.9.11;κατὰ τοὺς ὅ. X.HG5.4.54
; opp.παρ' ὅρκον Pi.O.13.83
;παρὰ τοὺς ὅ. X.An.2.5.41
: prov., ; parodied by Philonid. 7 ὅρκους δὲ μοιχῶν εἰς τέφραν.. γράφω, cf. Xenarch.6, Men. Mon.25. -
16 γράμμα
γράμμα, ατος, τό, [dialect] Dor. [full] γράθμα, prob. in IG4.506 (Heraeum, vi/v B. C.), cf. An.Ox.1.102, but [full] γράσσμα, IG4.554 (Argos, v B. C.): late [dialect] Aeol. pl. [full] γρόππατα, Epigr.Gr.990.11 ([place name] Balbilla): ([etym.] γράφω):—A that which is drawn: pl., lines of a drawing, picture, etc., E. Ion 1146 (of tapestry), Theoc.15.81; picture,Ἀπέλλεω γ. Herod.4.73
, cf. AP 6.352 ([place name] Erinna): sg., drawing, picture, Pl.R. 472d, Cra. 430e, cf. 431c: pl., figures in a picture, Procop.Gaz.Ecphr.p.157B.II written character, letter, Hdt.1.139, 148, etc.: in pl., letters, characters,γραμμάτων τε συνθέσεις A.Pr. 460
;πηλίκοις γ. Ep.Gal.6.11
; the letters, the alphabet, Hdt.5.58;τὰ γ. καὶ τὰς συλλαβάς Pl.Cra. 390e
;γ. Φοινίκια S.Fr. 514
; Ἀσσύρια, Ἑλληνικά, Hdt.4.87;γράμματα ἐπίστασθαι Pl.Lg. 689d
; μαθεῖν to have learnt to read, Id.Prt. 325e;γ. μὴ εἰδέναι SIG2844.6
; ἐδίδασκες γράμματα, ἐγὼ δ' ἐφοίτων you kept school—I went there, D.18.265;ἤτοι τέθνηκεν ἢ διδάσκει γ. Com.Adesp.20
;παιδεύειν γράμματα Arist.Pol. 1337b24
; τέχνη ἡμῶν γ. our profession is that of the scribe, PTeb.316.16 (i A. D.).b articulate sound, letter, Pl.Phlb. 18c;τὰ γ. πάθη ἐστὶ τῆς φωνῆς Arist.Pr. 895a12
; γράμματα φθέγγεσθαι ib.8, cf. PA 660a5.c παρὰ γράμμα λέγοντα.. σκοπεῖν etymologically, Id.MM 1185b39; τὰ παρὰ γ. σκώμματα puns, Id.Rh. 1412a28; but ἀρετὴν παρὰ γ. διώκοντες, with ref. to Νικαρέτη, the mistress of Stilpo, Crates Theb.1.d inscription,τὸ Δελφικὸν γ. Pl.Phdr. 229e
, cf. Chrm. 164d, X.Mem.4.2.24, etc., IG 2.2876, al.: prov.,εἰς πέλαγος.. γράμματα γράψαι Epigr.Gr.1038.8
([place name] Attalia).2 in pl., notes in music, AP11.78 (Lucill.).3 mathematical diagram, Epigr. ap. D.L.8.12.4 letter inscribed on the lots which the δικασταί drew, Ar.Pl. 277, al., Arist.Ath.64.4; practically, = division of dicasts,ἐν ὁποίῳ γ. δειπνεῖ Ar.Ec. 683
; ἁ κατὰ γράμμα φυλακά the roster of guards, SIG569.21 (Cos, iii B. C.).5 a small weight, 1/24 ounce, scruple, Androm. ap. Gal.13.114, Gp.7.13.2, PLips. 62 ii 27 (iv A. D.).III in pl., set of written characters, piece of writing, Hdt.1.124: hence, letter, Id.5.14, IG22.103.8, etc.;γραμμάτων πτυχαί S.Fr. 144
, cf. E.IT 594, al., Pl.Ep. 347c; inscription, epitaph, etc.,ἐκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα λέγοντα τάδε Hdt. 1.187
, cf. 4.91, And.3.12, Theoc.18.47, IG3.751.2 papers, documents, Antipho 1.30, D.36.21, etc. (sg., D.Chr.65.14); τούτων τὰ γ. the documents to prove this, Lys.32.14;τὰ γ. τῆς δίκης Ar.Nu. 772
; τὰ δημόσια γ. the public records, Decr. ap. D.18.55; title-deeds, D.C.65.14; account of loans, D.49.59; ; contract or estimate, BCH46.323 ([place name] Teos); catalogue, X.Cyr.7.4.12: in sg., bond, Ev. Luc.16.7; note of hand, J.AJ18.6.3.3 a man's writings, i.e. book, treatise,τὰ τοῦ Ζήνωνος γ. Pl.Prm. 127c
(but sg., ib. 128a): pl., books, X.Mem.4.2.1;Πλάτωνος τὸ περὶ ψυχῆς γ. Call.Epigr.25
, cf. AP9.63 (Asclep.), Gal.18(2).928; τὰ ἱερὰ γ. the Holy Scriptures, OGI56.36 (iii B. C.), Ph.2.574, 2 Ep.Ti.3.15, J.Ap.1.10; ἱερὰ γ., = Imperial rescripts, IG12(5).132 (Paros, iii A. D.); = hieroglyphics, OGI90.54 (Rosetta, ii B. C.): in sg., the Law of Moses, Ep.Rom.2.27, al.; opp. πνεῦμα, ib.29: sg., article of a treaty, Th. 5.29.4 laws or rules, Pl.R. 425b, Plt. 292a, al., Ar.Ec. 1050; κατὰ γράμματα ἄρχειν, opp. ἄνευ γραμμάτων, Pl.Plt. 293a;ἡ κατὰ γ. καὶ νόμους πολιτεία Arist.Pol. 1286a15
, cf. 1272a38: οἱ κατὰ γ. νόμοι, opp. οἱ κατὰ τὰ ἔθη, ib. 1287b5, cf. Pl.Plt. 299d;κατὰ γράμματα ἰατρεύεσθαι Arist.Pol. 1287a34
; ἡ ἐκ τῶν γ. θεραπεία ib.40.IV in pl., also, letters, learning,ἀπείρους γραμμάτων Pl.Ap. 26d
, etc. -
17 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
18 на
на Iпредлог Α. с вин. и предл. п.1. (при обозначении места, на поверхности \на на вопросы куда?, где?) (ἐ)πάνω σέ, σέ, ἐπί:на столе πάνω στό τραπέζι· на стол στό τραπέζι· писать на бумаге γράφω σέ χαρτί· лежать на кровати εἶμαι ξαπλωμένος στό κρεββάτι· лечь нз диван ξαπλώνω στό ντιβάνι· рисунок на ковре σχέδιο στό χαλί·2. (при обозначении направления или местонахождения \на на вопросы куда?, где?) σέ:ехать на Кавказ πηγαίνω στόν Καύκασο· отдыхать на Волге ἀναπαύομαι στό Βόλγα· смотреть на небо κοιτάζω τόν οὐρανό· подниматься на трибуну ἀνεβαίνω στό βήμα· идти на работу πηγαίνω στή δουλειά· быть на совещании εἶμαι στή συνεδρίαση· В. с вин. п.1. (при обозначении срока, промежутка времени) γιά:на несколько дней γιά μερικές μέρες· на час γιά μιά ῶρα· нанимать на месяц νοικιάζω γιά ἕνα μήνα· уехать на зиму (на лето) φεύγω γιά ὀλο τό χειμῶνα (γιά ὀλο τό καλοκαίρι)· лекция перенесена на вторник ἡ διάλεξη ἀναβλήθηκε γιά τήν Τρίτη· отложить на конец мая ἀναβάλλω γιά τό τέλος τοῦ Μάη· на будущей неделе τήν ἄλλη ἐβδομάδα·2. (при обозначении меры, количества) σέ, γιά:купить на триста рублей ἀγοράζω γιά τριακόσια ρούβλια· на два рубля меньше (κατά) δυό ρούβλια λιγωτερο· разделить на пять частей διαιρώ σέ πέντε μέρη· делить на три мат διαιρώ διά τοῦ τρία· обед на четыре человека γεῦμα γιά τέσσερα ἄτομα· комната на двоих δωμάτιο γιά δύο ἄτομα· опаздывать на два часа ἄργώ δυό ὠρες· на сто кяломет-ров (σέ) ἐκατό χιλιόμετρα·3. (при обозначении цели, назначения) γιά, διά, σέ:деньги на ремонт χρήματα γιά τήν ἐπισκευή· на всякий случай γιά κάθε ἐνδεχόμενο· С. с предл. п.1. (при обозначении орудия или средства действия, при обозначении предмета, являющегося опорой, основанием, внутренней частью чего-л.) μέ:ехать на поезде ταξιδεύω μέ τό τραίνο· играть на гитаре παίζω κιθάρα· готовить на масле μαγειρεύω μέ βούτυρο· суп на мясном бульоне σούπα μέ ζωμό κρέατος· пальто на меху παλτό μέ γούνα· коляска на рессорах ἀμαξάκι μέ σοϋστες· развести́ на молоке διαλύω μέσα σέ γάλα·2. (во время чего-л., в течение) σέ, κατά:на каникулах στίς διακοπές· ◊ на голодный желудок μέ ἄδειο στομάχι· верить на слово δίνω πίστη στά λόγια κάποιου· на лету́ στον ἀέρα· схватывать на лету́ перен πιάνω πουλιά στον ἀέρα· читать на память ἀπαγγέλλω ἀπό μνήμης· на весь мир σ'ὅλο τόν κόσμο· сидеть на веслах κάθομαι στά κουπιά· перевести́ на греческий язык μεταφράζω στά ἐλληνικά· право на отдых δικαίωμα ἀνάπαυσης· беседа на тему συζήτηση πάνω στό θέμα· на наших глазах μπροστά στά μάτια μας· подать жалобу на кого-л. ὑποβάλλω καταγγελίαν ἐναντίον κάποιου· идти на смерть ἀντιμετωπίζω τό θάνατο· идти на врага ἐπιτίθεμαι κατά τοῦ ἐχθροῦ· влиять на кого-л. ἐπιδρώ πάνω σέ κάποιον быть на стороне кого-л. εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· дыра на дыре χιλιοτρυπημένο.на IIчастица разг (возьми) νά, πόρτο:на тебе книгу νά πάρε τό βιβλίο· ◊ вот тебе (и) на! αὐτό μᾶς Ελειπε! -
19 за
πρόθεση με αιτ. ή οργανική.1. πέρα(ν), έξω•жить за городом ζω έξω από την πόλη•
пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•
выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•
уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•
за морем, за морями πέραν των θαλασσών.
2. πίσω, όπισθεν, κοντά•запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•
идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•
он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•
-садом πίσω από τον κήπο•
заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•
гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•
он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•
спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•
он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•
у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.
3. για, διά•он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•
вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•
просить за кого παρακαλώ για κάποιον•
работать за двоих δουλεύω για δυό•
за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•
ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•
я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•
благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•
платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•
выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•
я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•
за раз, за один раз για μια φορά•
я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•
послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•
ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•
он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.
|| (σημαίνει σκοπό)•за великое дело για μεγάλο έργο•
бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.
4. αντί, για•око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•
зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.
5. υπέρ•говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•
кто за? ποιος είναι υπέρ;•
стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•
за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.
6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.
7. από•взять за руку πιάνω από το χέρι•
повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•
водить за нос σέρνω από τη μύτη•
бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•
схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•
приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•
заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.
8. στον, στην, στο•сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•
сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•
он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•
за ваше здоровье στην υγεία σας.
9. (σημαίνει απόσταση)•за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.
10. προς•нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.
11. με•она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.
12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•за неспособностью λόγω ανικανότητας•
за старостью лет σαν παρήλικος•
награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•
за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.
13. εν, κατά•за отсуствием εν απουσία, απόντος.
14. (για εργασία, ασχολία)•взяться за работу πιάνω τη δουλειά•
взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.
15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).
16. αντί, για, στη θέση•расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.
17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•
запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•
за мой счет με δικά μου έξοδα•
всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•
ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•
что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•
ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...
|| (με την ιδιότητα)•за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•
за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.
|| σαν, ως, για•признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.
|| (αντικείμενο επιδίωξης) •охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.
|| (άλλες σημασίες)•взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•
за исключением εξαιρέσει, εκτός•
он за все сердится όλα του φταίνε•
заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•
за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•
ни за что με κανένα τρόπο.
-
20 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
κοινογραφώ — κοινογραφῶ, έω (Μ) 1. γράφω στην κοινή διάλεκτο, δηλ. αυτήν που μιλά ο λαός 2. γράφω κατά τον κοινό, τον συνήθη τρόπο 3. παθ. κοινογραφοῡμαι, έομαι (για λέξεις) γράφομαι ή λέγομαι κατά την κοινή διάλεκτο («τοῡ ῥυπόωντα ἡ συζυγία δευτέρα τῶν… … Dictionary of Greek
Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… … Deutsch Wikipedia
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
γυμνάσιο — Στην αρχαία Ελλάδα, γ. ονομαζόταν ο τόπος όπου νέοι και ενήλικοι επιδίδονταν γυμνοί σε φυσικές ασκήσεις. Από την Αναγέννηση έως σήμερα σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η νεότερη Ελλάδα, ονομάζεται το σχολείο μέσης εκπαίδευσης κυρίως… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… … Dictionary of Greek