-
1 καταγηρασκω
(fut. καταγεράσω и καταγεράσομαι, aor. 1 κατεγήρᾱσα, pf. καταγεγήρακα) стареть, стариться(αἶψα ἐν κακότητι βροτοὴ καταγηράσκουσιν Hom.; τὰ φυτὰ αὐαίνεται καὴ καταγηράσκει Arst.): (οἱ ξένοι) οὐ καταγηράσκουσιν ἐν τῇ πόλει Plat. иноземцы не живут до самой старости в (чужом) государстве; θητεύων καταγηράσκει Plut. он состарился рабом
См. также в других словарях:
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
γήρανση — η (AM γήρανσις) το να γερνάει κανείς ή το να παλιώνει κάτι νεοελλ. οι προοδευτικές αλλοιώσεις τών κυττάρων, τών οργάνων ή και ολόκληρου τού οργανισμού κατά τη διάρκεια τής ενήλικης ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γηράσκω, κατά το πρότυπο τού υγίανσις] … Dictionary of Greek
περιγηράσκω — Α γερνώ κατά περιόδους, γεράζω, μαραίνομαι περιοδικώς («καρποὺς διὰ τοῡ θέρους ὅλου περιγηράσκοντας...»). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + γηράσκω «γερνώ»] … Dictionary of Greek