-
1 замораживать
замораживать, заморозить 1) καταψύχω 2) перен. παγώνω* \замораживать ядерное оружие παγώνω τα πυρηνικά όπλα* * *= заморозить1) καταψύχω2) перен. παγώνωзамора́живать я́дерное ору́жие — παγώνω τα πυρηνικά όπλα
-
2 заморозить
1. (дать замёрзнуть) καταψύχω, παγώνω 2. (дать озябнуть) κρυώνω 3. (приостановить развитие чего-л.) παγώνω, καθηλώνω, νεκρώνω 4. (оставить неиспользованным) παγώνω, ακινητοποιώ, μπλοκάρω (ξεν.), αφήνω αχρησιμοποίητο/ανεκμετάλλευτο, νεκρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заморозить
-
3 выморозить
-рожу, -розишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымороженный, βρ: -жен, -а, -оρ-.σ.μ.1. καταψύχω, παγώνω, ξεπαγιάζω.2. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω με το ψύχος•выморозить клопов εξοντώνω τους κοριούς με το ψύχος.
|| κρυώνω, ψύχω. -
4 обледенить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обледенённый, βρ: -нён, -нена, -неноρ.σ.μ.παγο.σκεπάζω, παγώνω καταψύχω. -
5 проморозить
ρ.σ.μ.1. καταψύχω, παγώνω τελείως.2. παγώνω, ξεπαγιάζω•проморозить людей на улице ξεπαγιάζω τους ανθρώπους (κρατώντας τους) στο δρόμο.
См. также в других словарях:
καταψύχω — καταψύχω, κατέψυξα (σπάν. κατάψυξα) βλ. πίν. 31 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταψύχω — κατάψυχος opacus masc/fem/neut nom/voc/acc dual κατάψυχος opacus masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres subj act 1st sg καταψύ̱χω , καταψύχω cool pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… … Dictionary of Greek
καταψύχω — υξα, ύχτηκα, καταψυγμένος, η, ο και κατεψυγμένος, η, ο, παγώνω κάτι σε μεγάλο βαθμό: Αγόρασε κατεψυγμένα ψάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταψυχέντα — καταψύχω cool aor part pass neut nom/voc/acc pl καταψύχω cool aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψῦχον — καταψύχω cool pres part act masc voc sg καταψύχω cool pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατέψυχεν — καταψύχω cool aor ind pass 3rd pl (epic) κατέψῡχεν , καταψύχω cool imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγυψώ — καταψυχῶ, όω (Α) επαλείφω με γύψο («καταγυψοῡν κεράμια», Γαλ.) … Dictionary of Greek
καταψυγεῖσαν — καταψύχω cool aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψυγείσης — καταψύχω cool aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψυγῆναι — καταψύχω cool aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)