-
1 καταφυλλοροεω
досл. ронять листья, лишаться листвы, перен. увядать, блекнуть, пропадать(τιμὰ κατεφυλλορόησε ποδῶν Pind.)
См. также в других словарях:
κατεφυλλορρόησε — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφυλλορρόησεν — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφυλλορόησε — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεφυλλορόησεν — καταφυλλοροέω shed the leaves aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)