-
1 κατατρεχω
(fut. καταδρᾰμοῦμαι, aor. 2 κατέδραμον, pf. καταδεδράμηκα)1) сбегать, спускаться бегом(κάτω, ἀπὸ τῶν ἄκρων Her.; ἐπὴ τέν θάλατταν Xen.; καταδραμοῦσα τέν θύραν ἄνοιξον Arph.)
2) спускаться (с корабля) на берег, высаживаться(εἰς Ἰταλίαν Polyb.)
ναῦται καταδεδραμηκότες Xen. — морской десант3) приставать, причаливать(ξένιον ἄστυ Pind.; εἰς τὰ ἐμπόρια Polyb.)
4) совершать набег(и), опустошать (набегами), разорять(τέν Αἴγιναν Thuc.; χώραν Thuc., Plut.; εἰς τὸ χωρίον Arst.)
5) устремляться, набрасываться(ἐπί τινα NT.)
6) обрушиваться (с порицаниями), нападать, бранить(τέν Σπάρτην Plat.; τῶν μάντεων Diog.L.; τινός Plut., Sext.)
-
2 κατατρέχω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατατρέχω
-
3 κατατρέχω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατατρέχω
-
4 κατατρέχω
μετ.1) гнаться (за кем-л.), преследовать (кого-л.); 2) перен. преследовать, подвергать гонениям;με κατατρέχει η τύχη — меня преследует судьба, не везёт мне
-
5 κατατρέχω
сбегать, спускаться бегом, устремляться, набрасываться.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατατρέχω
-
6 καταδραμειν
-
7 κατεδραμον
aor. 2 к κατατρέχω См. κατατρεχω -
8 συγκατατρεχω
-
9 2701
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2701
См. также в других словарях:
κατατρέχω — κατατρέχω, κατάτρεξα, κατατρεγμένος βλ. πίν. 31 Σημειώσεις: κατατρέχω : σπάνια είναι η παθητική φωνή (κατατρέχομαι). Συνήθως απαντάται μόνο η μτχ. παθ. παρακειμένου (κατατρεγμένος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατατρέχω — run down pres subj act 1st sg κατατρέχω run down pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρέχω — (AM κατατρέχω) νεοελλ. μτφ. προσπαθώ να βλάψω κάποιον, έχω εχθρικές διαθέσεις προς κάποιον νεοελλ. μσν. 1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ κάποιον 2. τρέχω γρήγορα, σπεύδω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατατρεγμένος, η, ον… … Dictionary of Greek
κατατρέχω — κατέτρεξα και κατάτρεξα, κατατρέχτηκα, κατατρεγμένος, καταδιώκω κάποιον, προσπαθώ να τον βλάψω: Τον κατατρέχει ο προϊστάμενός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατατρέχετε — κατατρέχω run down pres imperat act 2nd pl κατατρέχω run down pres ind act 2nd pl κατατρέχω run down imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατατρέχῃ — κατατρέχω run down pres subj mp 2nd sg κατατρέχω run down pres ind mp 2nd sg κατατρέχω run down pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδεδράμηκεν — κατατρέχω run down perf ind act 3rd sg κατατρέχω run down plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραμόν — κατατρέχω run down aor part act masc voc sg κατατρέχω run down aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραμόντα — κατατρέχω run down aor part act neut nom/voc/acc pl κατατρέχω run down aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδραμόντων — κατατρέχω run down aor part act masc/neut gen pl κατατρέχω run down aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταδράμῃ — κατατρέχω run down aor subj mp 2nd sg κατατρέχω run down aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)