-
1 καταστοιχειοω
обучать начаткамτύπος κατεστοιχειωμένος Epicur. ap. Diog.L. — начальный очерк
-
2 καταστοιχιζω
-
3 εγκαταστοιχειοω
( в качестве начал или принципов) насаждать, вводить, внедрять
1 καταστοιχειοω
τύπος κατεστοιχειωμένος Epicur. ap. Diog.L. — начальный очерк
2 καταστοιχιζω
3 εγκαταστοιχειοω