-
1 καταπροιξομαι
атт. καταπροίξομαι [προῖκα] (только fut. и inf. aor. καταπροΐξασθαι) совершать безнаказанно, оставаться безнаказаннымοὐκ, ἐμὲ λωβησάμενος, καταπροΐξεται Her. — изувечив меня, (Дарий) не избегнет (моей) мести;
οὔ τοι ἐμοῦ καταπροίξει! Arph. — (угроза) ты мне заплатишь (за это)! -
2 καταπροίξομαι
καταπροίξομαιshall: fut ind mp 1st sg -
3 καταπροΐξομαι
καταπροΐξομαι, [dialect] Att. [suff] καταπρο-προίξομαι, in early writers only [tense] fut., later also [tense] aor. 1 (v. infr.): used with neg., and usu. c. part., οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε ὧδε λωβησάμενος καταπροΐξεται heA shall not escape unpunished for thus insulting me, Hdt.3.156;οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες Id.5.105
, cf. 7.17; ; οὔτοι καταπροίξει τοῦτο δρῶν you shall not escape unpunished for doing this, Id.V. 1366;οὔτοι.. καταπροίξει λέγουσα ταυτί Id.Th. 566
: abs., ἐκείνους οὐ καταπροΐξεσθαι ἔφη should not get off scot-free, Hdt.3.36: without a neg., Them.Or.2.25b: in [tense] aor. 1,οὐ μὴν ἐκεῖνός γε παντελῶς κατεπροίξατο Plu.2.10c
(- πράξ- codd.), cf. Hsch.2 c. gen. pers., ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται he shall not escape me unpunished, Archil.92;οὔτοι ἐμοῦ.. καταπροίξει Ar.Nu. 1240
;οὔτοι.. καταπροίξει Μυρτίας Id.V. 1396
.3 both constructions combined,οὐ καταπροίξῃ αὐτὸς μεθύων νηφούσης γυναικός Hdn.1.17.5
.--[dialect] Ion. word, used in colloquial [dialect] Att. of Com. (Glossed προῖκα ἐκφύγοι in Suid., δωρεὰν καταγνώσεται in EM495.34, and connected by both with προΐσσομαι, προΐκτης; but perh. rather from κατα-προ-ἱκνέομαι.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπροΐξομαι
-
4 καταπροΐξομαι
κατα-προΐξομαι u. καταπροίξομαι, umsonst, unbelohnt, unbestraft tun; ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται, er soll mich nicht ungestraft gehöhnt haben. Auch absolut, οὐ καταπροΐξεσϑαι ἔφη, er sagte, er solle es nicht ungestraft getan haben; οὐ λωβησάμενος ἐμὲ καταπροΐξεται, er soll mich nicht ungestraft verletzt haben -
5 καταπροίξομαι
κατα-προΐξομαι u. καταπροίξομαι, umsonst, unbelohnt, unbestraft tun; ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται, er soll mich nicht ungestraft gehöhnt haben. Auch absolut, οὐ καταπροΐξεσϑαι ἔφη, er sagte, er solle es nicht ungestraft getan haben; οὐ λωβησάμενος ἐμὲ καταπροΐξεται, er soll mich nicht ungestraft verletzt haben -
6 καταπροίξεαι
καταπροίξομαιshall: fut ind mp 2nd sg (epic doric ionic) -
7 καταπροίξει
καταπροίξομαιshall: fut ind mp 2nd sg -
8 καταπροίξεσθαι
καταπροίξομαιshall: fut inf mp -
9 καταπροίξεται
καταπροίξομαιshall: fut ind mp 3rd sg -
10 καταπροίξονται
καταπροίξομαιshall: fut ind mp 3rd pl -
11 κατα-προΐξομαι
κατα-προΐξομαι u. att. καταπροίξομαι (προῖκα), ein einzeln stehendes fut., zu welchem nur Themist. or. 14 noch den aor, καταπροίξασϑαι gebildet zu haben scheint, = umsonst, unbelohnt, unbestraft thun; ἐμεῦ δ' ἐκεῖνος οὐ καταπροΐξεται, er soll mich nicht ungestraft gehöhnt haben, Archil. frg. 23, wie Ar. οὔ τοι μὰ τὸν Δία τὸν μέγαν ἐμοῦ καταπροίξει, auf das voranstehende καταγελᾶν gehend, Nubb. 1239, was Schol, erkl. δωρεὰν ἐπεγχανῇ μοι; dgl. Vesp. 1366. 1396; nach B. A. 275 οἷον προἶκα καταφρονήσεις, ἀζήμιος ἔσῃ. Auch absolut, οὐ καταπροΐξεσϑαι ἔφη, er sagte, er solle es nicht ungestraft gethan haben, Her. 3, 36; mit dem partic., οὐ λωβησάμενος ἐμὲ καταπροΐξεται, er soll mich nicht ungestraft verletzt haben, 3, 156; οὐ καταπροΐξονται ἀποστάντες 5, 105, vgl. 7, 17; u. so Ar. Thesm. 566 Equ. 435. S. Lob. zu Phryn. 169, der Beispiele aus späteren Schriftstellern anführt.
-
12 καταπροίξη
-
13 καταπροίξῃ
См. также в других словарях:
καταπροΐξομαι — και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α) (πάντοτε με άρνηση μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ. ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον Πλούτ.) πράττω κάτι κακό χωρίς ποινή, χωρίς εκδίκηση, μένω ατιμώρητος, ανεκδίκητος, διαφεύγω την τιμωρία («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε… … Dictionary of Greek
καταπροίξομαι — shall fut ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξεαι — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξει — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξεσθαι — καταπροίξομαι shall fut inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξεται — καταπροίξομαι shall fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξονται — καταπροίξομαι shall fut ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπροίξῃ — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)