Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καταπροΐξομαι

См. также в других словарях:

  • καταπροΐξομαι — και αττ. τ. καταπροίξομαι (Α) (πάντοτε με άρνηση μέλλ. που απαντά σε δοκίμ. συγγρ. ο αόρ. καταπροΐξασθαι μόνο στον Πλούτ.) πράττω κάτι κακό χωρίς ποινή, χωρίς εκδίκηση, μένω ατιμώρητος, ανεκδίκητος, διαφεύγω την τιμωρία («οὐ γὰρ δὴ ἐμέ γε… …   Dictionary of Greek

  • καταπροίξομαι — shall fut ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξεαι — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξει — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξεσθαι — καταπροίξομαι shall fut inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξεται — καταπροίξομαι shall fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξονται — καταπροίξομαι shall fut ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπροίξῃ — καταπροίξομαι shall fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»